δυσεξίλαστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεξίλαστος''': [ῑ], -ον, δυσκόλως πραϋνόμενος, πένθη Πλούτ. 2. 609Ε.
|lstext='''δυσεξίλαστος''': [ῑ], -ον, δυσκόλως πραϋνόμενος, πένθη Πλούτ. 2. 609Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξιλάσκομαι]].
}}
}}