δυσεξίλαστος
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
[ῑ], ον, hard to appease, πένθη Plu.2.609f.
Spanish (DGE)
-ον difícil de aplacar πένθη Plu.2.609f.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu besänftigen; πένθη Plut. Consol ad ux. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à adoucir, à apaiser.
Étymologie: δυσ-, ἐξιλάσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξίλαστος: (ῑ) трудно утолимый, не поддающийся облегчению (πένθη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξίλαστος: [ῑ], -ον, δυσκόλως πραϋνόμενος, πένθη Πλούτ. 2. 609Ε.
Greek Monolingual
δυσεξίλαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.