λόγιος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λόγιος''': -α, -ον, ([[λόγος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λόγους. 1) [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς διηγήματα ἢ ἱστορίας ([[λόγος]] IV), [[χρονογράφος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπικὸν ποιητήν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ἐπὶ ἀνθρώπων πεπαιδευμένων ἐν τοῖς μύθοις ἢ τῇ Ἱστορίᾳ, Περσέων οἱ λόγιοι 1. 1· Αἰγυπτίων λογιώτατοι 2. 3, πρβλ. 4. 46· λογιώτατοι, ἐπὶ ἀνθρώπων καλλιεργούντων τὴν μνήμην των διὰ τῆς μαθήσεως, 2. 77· λόγιοι καὶ ἀοιδοὶ Πινδ. Π. 1. 183, πρβλ. Ν. 6. 75· - ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], πεπαιδευμένος, [[εὐπαίδευτος]], λ. περὶ τὴν ὅλην φύσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 1· οὕτω λέγεται ὅτι ὁ Ἀριστ. ἐκάλει τὸν Θεόφραστον τὸν λογιώτατον (τῶν μαθητῶν [[αὐτοῦ]]), Στράβ. 919· λ. [[ἰατρός]], πεπαιδευμένος [[ἰατρός]], Ἡλιόδ. 4. 7· Τυρρηνῶν οἱ λ., ἐπὶ τῶν Τυρρηνῶν οἰωνοσκόπων, Πλουτ. Σύλλ. 7· Χαλδαίων οἱ λ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 16· ἄρχων λ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 346. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς λόγους, εὔγλωττος, Εὐρ. Ἴων 602· λ. ἐξ ἀφώνου γενόμενος Πλουτ. Πομπ. 51, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τῆς γλώσσης καὶ τῆς εὐγλωττίας, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 2, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -ίως, εὐγλώττως, Πλούτ. 2. 405A· ὡς ἐνῆν λογιώτατα, ὅσον ἦτο δυνατὸν εἰς [[ζῷον]] ἄλογον νὰ παραστήσῃ ὡς διὰ λόγου, ἐπὶ ἐλέφαντος, [[αὐτόθι]] 968C. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Β΄, σ. 398.
|lstext='''λόγιος''': -α, -ον, ([[λόγος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λόγους. 1) [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς διηγήματα ἢ ἱστορίας ([[λόγος]] IV), [[χρονογράφος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπικὸν ποιητήν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ἐπὶ ἀνθρώπων πεπαιδευμένων ἐν τοῖς μύθοις ἢ τῇ Ἱστορίᾳ, Περσέων οἱ λόγιοι 1. 1· Αἰγυπτίων λογιώτατοι 2. 3, πρβλ. 4. 46· λογιώτατοι, ἐπὶ ἀνθρώπων καλλιεργούντων τὴν μνήμην των διὰ τῆς μαθήσεως, 2. 77· λόγιοι καὶ ἀοιδοὶ Πινδ. Π. 1. 183, πρβλ. Ν. 6. 75· - ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], πεπαιδευμένος, [[εὐπαίδευτος]], λ. περὶ τὴν ὅλην φύσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 1· οὕτω λέγεται ὅτι ὁ Ἀριστ. ἐκάλει τὸν Θεόφραστον τὸν λογιώτατον (τῶν μαθητῶν [[αὐτοῦ]]), Στράβ. 919· λ. [[ἰατρός]], πεπαιδευμένος [[ἰατρός]], Ἡλιόδ. 4. 7· Τυρρηνῶν οἱ λ., ἐπὶ τῶν Τυρρηνῶν οἰωνοσκόπων, Πλουτ. Σύλλ. 7· Χαλδαίων οἱ λ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 16· ἄρχων λ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 346. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς λόγους, εὔγλωττος, Εὐρ. Ἴων 602· λ. ἐξ ἀφώνου γενόμενος Πλουτ. Πομπ. 51, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τῆς γλώσσης καὶ τῆς εὐγλωττίας, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 2, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -ίως, εὐγλώττως, Πλούτ. 2. 405A· ὡς ἐνῆν λογιώτατα, ὅσον ἦτο δυνατὸν εἰς [[ζῷον]] ἄλογον νὰ παραστήσῃ ὡς διὰ λόγου, ἐπὶ ἐλέφαντος, [[αὐτόθι]] 968C. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Β΄, σ. 398.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> habile à parler, disert, éloquent ; ὁ Λόγιος LUC le dieu de l’éloquence (Hermès);<br /><b>2</b> habile à raisonner ; capable de raisonner sur, savant, docte ; <i>particul.</i> qui connaît les légendes <i>ou</i> l’histoire d’un pays;<br /><i>Sp.</i> λογιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]].
}}
}}