3,277,121
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσφᾰλής''': ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, [[ἑδραῖος]], [[στερεός]], [[ἀσάλευτος]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν [[ἕδος]] ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν [[νόμιμα]] Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ [[νοῦς]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., [[πιστός]], [[βέβαιος]], ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. [[στρατηλάτης]] Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ [[ταχέως]] σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν [[εἶναι]] ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[βέβαιος]], [[ἀναμφίβολος]], Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, [[ἀκίνδυνος]], [[ἀβλαβής]], [[ἀσφαλής]], Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ. <br />Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· τὸ ἀσφαλὲς = ἡ [[ἀσφάλεια]], Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. [[ῥήτωρ]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. [[ἀσφάλεια]] 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, [[διαμένω]] [[ἀσφαλής]], [[ἑδραῖος]], Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, [[ἄνευ]] διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch, πρβλ. [[μειλίχιος]]), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ [[μετὰ]] συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ [[μετὰ]] πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[μετὰ]] πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, [[μετὰ]] βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε. | |lstext='''ἀσφᾰλής''': ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, [[ἑδραῖος]], [[στερεός]], [[ἀσάλευτος]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν [[ἕδος]] ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν [[νόμιμα]] Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ [[νοῦς]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., [[πιστός]], [[βέβαιος]], ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. [[στρατηλάτης]] Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ [[ταχέως]] σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν [[εἶναι]] ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[βέβαιος]], [[ἀναμφίβολος]], Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, [[ἀκίνδυνος]], [[ἀβλαβής]], [[ἀσφαλής]], Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ. <br />Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· τὸ ἀσφαλὲς = ἡ [[ἀσφάλεια]], Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. [[ῥήτωρ]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. [[ἀσφάλεια]] 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, [[διαμένω]] [[ἀσφαλής]], [[ἑδραῖος]], Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, [[ἄνευ]] διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch, πρβλ. [[μειλίχιος]]), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ [[μετὰ]] συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ [[μετὰ]] πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[μετὰ]] πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, [[μετὰ]] βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui ne glisse pas <i>ou</i> ne tombe pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ferme, solide;<br /><b>2</b> sûr, qui inspire confiance, sur qui l’on peut compter ; prudent, sage ; <i>en parl. d’un orateur</i> persuasif;<br /><b>II.</b> qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l’inf. c’est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; [[ἐν]] ἀσφαλεῖ THC, [[ἐν]] [[τῷ]] ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; τὸ ἀσφαλές la sécurité ; <i>neutre adv.</i> ἀσφαλὲς [[αἰεί]] OD <i>ou</i> ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[αἰεί]] IL solidement et sûrement pour toujours;<br /><b>III.</b> qui met en sûreté : τὸ ἀσφαλές place de sûreté, place forte;<br /><i>Cp.</i> ἀσφαλέστερος, <i>Sp.</i> ἀσφαλέστατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σφάλλω]]. | |||
}} | }} |