Anonymous

ἀσφαλής: Difference between revisions

From LSJ
6_7
(13_7_2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅθι φασὶ θεῶν [[ἕδος]] ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; [[βάθρον]] πολίων Ol. 13, 6; [[ἕρκος]] Aesch. Pers. 341; [[βούλευμα]] Ag. 1320; [[μοῖρα]] 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, [[βάσις]] ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; [[ὄχημα]] Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν [[παθεῖν]] Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν [[παθεῖν]] 8, 7, 27; καὶ [[βέβαιος]] Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. [[ῥήτωρ]], überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' [[ἔμεν]]' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως [[δίφρον]] ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευθῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωθήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν [[πρός]] τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα [[εἰδέναι]] Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅθι φασὶ θεῶν [[ἕδος]] ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; [[βάθρον]] πολίων Ol. 13, 6; [[ἕρκος]] Aesch. Pers. 341; [[βούλευμα]] Ag. 1320; [[μοῖρα]] 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, [[βάσις]] ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; [[ὄχημα]] Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν [[παθεῖν]] Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν [[παθεῖν]] 8, 7, 27; καὶ [[βέβαιος]] Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. [[ῥήτωρ]], überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' [[ἔμεν]]' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως [[δίφρον]] ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευθῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωθήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν [[πρός]] τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα [[εἰδέναι]] Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσφᾰλής''': ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, [[ἑδραῖος]], [[στερεός]], [[ἀσάλευτος]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν [[ἕδος]] ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν [[νόμιμα]] Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ [[νοῦς]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., [[πιστός]], [[βέβαιος]], ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. [[στρατηλάτης]] Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ [[ταχέως]] σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν [[εἶναι]] ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[βέβαιος]], [[ἀναμφίβολος]], Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, [[ἀκίνδυνος]], [[ἀβλαβής]], [[ἀσφαλής]], Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ. <br />Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· τὸ ἀσφαλὲς = ἡ [[ἀσφάλεια]], Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. [[ῥήτωρ]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. [[ἀσφάλεια]] 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, [[διαμένω]] [[ἀσφαλής]], [[ἑδραῖος]], Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, [[ἄνευ]] διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch, πρβλ. [[μειλίχιος]]), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ [[μετὰ]] συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ [[μετὰ]] πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[μετὰ]] πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, [[μετὰ]] βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε.
}}
}}