κατάρχω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάρχω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] ἀρχὴν πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν. δίδω πρῶτος τὸ [[παράδειγμα]], τίνες κατῆρξαν… μάχης; Αἰσχύλ. Πέρσ. 351· ὁδοῦ κατάρχειν, ἡγεῖσθαι τῆς ὁδοῦ, [[ὑπάγω]] ἐμπρὸς καὶ δεικνύω τὸν ἀριθμόν, Σοφ. Ο. Κ. 1019· δεινοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1135· λόγων χρησίμων Ἀριστοφ. Λυσ. 638· [[δίκαιος]], ἔφη, σὺ ἡγεῖσθαι· σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· κατῆρξε μὲν [[Κῦρος]] τούτου, διαμένει δὲ ἔτι καὶ νῦν Ξεν. Κύρ. 8. 27· κ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Θησ. 19· πολλῶν κακῶν Εὐρ. Φοίν. 1576· κ. ὁ [[κορυφαῖος]], συνεπηχεῖ δὲ πᾶς ὁ χορὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6.·- σπανίως μετ’ αἰτ., [[ἀρχίζω]] τι, θαυμαστόν τινα λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε·- [[μετὰ]] μετοχ., [[ἀρχίζω]] νὰ [[πράττω]], τι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4., 4. 5, 58·- ἀπόλ., Πλάτ. Συμπ. 177Ε, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20. 2) τιμῶ, θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω Εὐρ. Ἀνδρ. 1199 (ἐν σχέσει πρὸς τὴν θρησκευτικὴν σημασίαν, κατωτ. ΙΙ. 2). ΙΙ. Μέσ., [[ἀρχίζω]], ὡς τὸ ἐνεργ., [[μετὰ]] γεν., ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Εὐρ. Φοίν. 540· τῆς πορείας Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· τοῦ λόγου Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. κ. νόμον, στεναγμὸν Εὐρ. Ἑκάβ. 685, Ὀρ. 960· καὶ [[ἄνευ]] πτώσεως, κατάρχεται [[μέλος]], ἀρχίζει, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 750, πρβλ. 888. 2) ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασ., [[ἀρχίζω]] τὰς τῆς θυσίας τελετάς, [[καθαγιάζω]] τὸ [[θῦμα]], εὐλογῶ καὶ [[προορίζω]] διὰ τὴν θυσίαν, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ὁ [[Νέστωρ]] ἤρχιζε τὴν θυσίαν νίπτων τὰς χεῖράς του καὶ ἐπιρραντίζων διὰ τῆς χονδροαλεσμένης κριθῆς τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος, Ὀδ. Γ. 445 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.), πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60, 103· πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 40 κατάρχομαι οὐλοχύτας·- κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν [[μέλει]], [[ἀρχίζω]] τὴν τελετήν, ἀφιερῶ τὸ [[θῦμα]] εἰς τὸν θεόν, ἀλλ’ ἀφίνω τὴν σφαγὴν τοῦ θύματος εἰς ἄλλους·- ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. Διον. Ἁλ. 2. 25· κ. καὶ καθιερῶσαι Πλουτ. Θεμ. 13· πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 800, ἑξ.·- [[μετὰ]] γεν., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου, [[κάμνω]] ἀρχὴν τοῦ θύματος, δηλ. καθιερῶ αὐτὸ ἀποκόπτων τὰς τρίχας τοῦ μετώπου του καὶ ῥίπτων αὐτὰς εἰς τὸ τῆς θυσίας πῦρ ὡς ἀπαρχήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 959· [[ἐπεὶ]] δὲ [[αὐτοῦ]] (ἐνν. Ἡρακλέος) τῷ βωμῷ κατάρχοντο Ἡρόδ. 2. 45· πῶς δ’ αὖ κατάρξει θυμάτων; Εὐρ. Φοίν. 573 ([[οὕτως]] ὁ Valck. ἀντὶ -εις, ἴδε κατωτ.), πρβλ. Ι. Τ. 56. 1155· κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν, Λατ. auspicari sacra, Δημ. 552. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 32· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁ Φώτ. 141. 15, «κατάρξασθαι μὲν τῶν τριχῶν, ἀπάρξασθαι δὲ τῶν σπλάγχνων» Ἡσύχ.· κατάρξασθαι τοῦ ἱερείου, τῶν τριχῶν ἀποσπάσαι· καί, [[στείχω]] ἐπ’ αὐτήν, ὡς κατάρξωμαι ξίφει Εὐρ. Ἄλκ. 75, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «ἵνα ἀπαρχὴν τῶν τριχῶν [[λάβω]], ὡς ἔθους ὄντος τὸν θάνατον τοῦ μέλλοντος ἀποθνήσκειν τὴν κόμην τέμνειν», (πρβλ. Ἠλέκτρ. 810, ἐκ κανοῦ δ’ ἑλὼν Αἴγισθος σφαγίδα, μοσχείαν [[τρίχα]] τεμὼν ἐφ’ ἁγνὸν πῦρ ἔθηκε δεξιᾷ)·― [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ Παθ., ᾗ θεᾷ σὸν κατῆρκτε [[σῶμα]], ἔχει καθιερωθῇ, ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 601· [[ὥσπερ]] ἐν τελετῇ κατηργμένης τῆς φιλοσοφίας [[αὐτοῦ]], ὡς ἐὰν εἶχεν εἰσαγάγῃ αὐτὸν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἠθ. 47Α. β) [[θυσιάζω]], [[σφάζω]], ὡς τὸ Λατ. immolare, φασγάνῳ Εὐρ. Ἠλ. 1222. γ) [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], πλήττω, διὰ τοῦ πελέκεως, ὡς συνηθίζουσιν οἱ σφάζοντες τὰ ἱερεῖα (πρβλ. καθικνεῖσθαι), Πλουτ. Καῖσ. 66· σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο, λαβὼν ῥάβδον μὲ ἐκτύπησε δυνατά, ὡς ἐὰν [[ἤμην]] [[ἱερεῖον]] θυσιαζόμενον, Λουκ. Ἐνύπν. 3. δ) μεταγεν. συγγραφεῖς (ὡς ὁ Ἡλιόδ. 2. 34, 35., 10. 9), μετεχειρίζοντο τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἴδε Valck. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., διοικῶ, κυβερνῶ, [[μετὰ]] γεν., Ἀλκίφρων 3. 44· κατάρχοντο Ἰων. κατήρχοντο Ἡρόδ.
|lstext='''κατάρχω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] ἀρχὴν πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν. δίδω πρῶτος τὸ [[παράδειγμα]], τίνες κατῆρξαν… μάχης; Αἰσχύλ. Πέρσ. 351· ὁδοῦ κατάρχειν, ἡγεῖσθαι τῆς ὁδοῦ, [[ὑπάγω]] ἐμπρὸς καὶ δεικνύω τὸν ἀριθμόν, Σοφ. Ο. Κ. 1019· δεινοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1135· λόγων χρησίμων Ἀριστοφ. Λυσ. 638· [[δίκαιος]], ἔφη, σὺ ἡγεῖσθαι· σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· κατῆρξε μὲν [[Κῦρος]] τούτου, διαμένει δὲ ἔτι καὶ νῦν Ξεν. Κύρ. 8. 27· κ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Θησ. 19· πολλῶν κακῶν Εὐρ. Φοίν. 1576· κ. ὁ [[κορυφαῖος]], συνεπηχεῖ δὲ πᾶς ὁ χορὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6.·- σπανίως μετ’ αἰτ., [[ἀρχίζω]] τι, θαυμαστόν τινα λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε·- [[μετὰ]] μετοχ., [[ἀρχίζω]] νὰ [[πράττω]], τι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4., 4. 5, 58·- ἀπόλ., Πλάτ. Συμπ. 177Ε, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20. 2) τιμῶ, θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω Εὐρ. Ἀνδρ. 1199 (ἐν σχέσει πρὸς τὴν θρησκευτικὴν σημασίαν, κατωτ. ΙΙ. 2). ΙΙ. Μέσ., [[ἀρχίζω]], ὡς τὸ ἐνεργ., [[μετὰ]] γεν., ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Εὐρ. Φοίν. 540· τῆς πορείας Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· τοῦ λόγου Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. κ. νόμον, στεναγμὸν Εὐρ. Ἑκάβ. 685, Ὀρ. 960· καὶ [[ἄνευ]] πτώσεως, κατάρχεται [[μέλος]], ἀρχίζει, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 750, πρβλ. 888. 2) ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασ., [[ἀρχίζω]] τὰς τῆς θυσίας τελετάς, [[καθαγιάζω]] τὸ [[θῦμα]], εὐλογῶ καὶ [[προορίζω]] διὰ τὴν θυσίαν, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ὁ [[Νέστωρ]] ἤρχιζε τὴν θυσίαν νίπτων τὰς χεῖράς του καὶ ἐπιρραντίζων διὰ τῆς χονδροαλεσμένης κριθῆς τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος, Ὀδ. Γ. 445 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.), πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60, 103· πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 40 κατάρχομαι οὐλοχύτας·- κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν [[μέλει]], [[ἀρχίζω]] τὴν τελετήν, ἀφιερῶ τὸ [[θῦμα]] εἰς τὸν θεόν, ἀλλ’ ἀφίνω τὴν σφαγὴν τοῦ θύματος εἰς ἄλλους·- ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. Διον. Ἁλ. 2. 25· κ. καὶ καθιερῶσαι Πλουτ. Θεμ. 13· πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 800, ἑξ.·- [[μετὰ]] γεν., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου, [[κάμνω]] ἀρχὴν τοῦ θύματος, δηλ. καθιερῶ αὐτὸ ἀποκόπτων τὰς τρίχας τοῦ μετώπου του καὶ ῥίπτων αὐτὰς εἰς τὸ τῆς θυσίας πῦρ ὡς ἀπαρχήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 959· [[ἐπεὶ]] δὲ [[αὐτοῦ]] (ἐνν. Ἡρακλέος) τῷ βωμῷ κατάρχοντο Ἡρόδ. 2. 45· πῶς δ’ αὖ κατάρξει θυμάτων; Εὐρ. Φοίν. 573 ([[οὕτως]] ὁ Valck. ἀντὶ -εις, ἴδε κατωτ.), πρβλ. Ι. Τ. 56. 1155· κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν, Λατ. auspicari sacra, Δημ. 552. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 32· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁ Φώτ. 141. 15, «κατάρξασθαι μὲν τῶν τριχῶν, ἀπάρξασθαι δὲ τῶν σπλάγχνων» Ἡσύχ.· κατάρξασθαι τοῦ ἱερείου, τῶν τριχῶν ἀποσπάσαι· καί, [[στείχω]] ἐπ’ αὐτήν, ὡς κατάρξωμαι ξίφει Εὐρ. Ἄλκ. 75, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «ἵνα ἀπαρχὴν τῶν τριχῶν [[λάβω]], ὡς ἔθους ὄντος τὸν θάνατον τοῦ μέλλοντος ἀποθνήσκειν τὴν κόμην τέμνειν», (πρβλ. Ἠλέκτρ. 810, ἐκ κανοῦ δ’ ἑλὼν Αἴγισθος σφαγίδα, μοσχείαν [[τρίχα]] τεμὼν ἐφ’ ἁγνὸν πῦρ ἔθηκε δεξιᾷ)·― [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ Παθ., ᾗ θεᾷ σὸν κατῆρκτε [[σῶμα]], ἔχει καθιερωθῇ, ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 601· [[ὥσπερ]] ἐν τελετῇ κατηργμένης τῆς φιλοσοφίας [[αὐτοῦ]], ὡς ἐὰν εἶχεν εἰσαγάγῃ αὐτὸν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἠθ. 47Α. β) [[θυσιάζω]], [[σφάζω]], ὡς τὸ Λατ. immolare, φασγάνῳ Εὐρ. Ἠλ. 1222. γ) [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], πλήττω, διὰ τοῦ πελέκεως, ὡς συνηθίζουσιν οἱ σφάζοντες τὰ ἱερεῖα (πρβλ. καθικνεῖσθαι), Πλουτ. Καῖσ. 66· σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο, λαβὼν ῥάβδον μὲ ἐκτύπησε δυνατά, ὡς ἐὰν [[ἤμην]] [[ἱερεῖον]] θυσιαζόμενον, Λουκ. Ἐνύπν. 3. δ) μεταγεν. συγγραφεῖς (ὡς ὁ Ἡλιόδ. 2. 34, 35., 10. 9), μετεχειρίζοντο τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἴδε Valck. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., διοικῶ, κυβερνῶ, [[μετὰ]] γεν., Ἀλκίφρων 3. 44· κατάρχοντο Ἰων. κατήρχοντο Ἡρόδ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατάρξω;<br />commencer, donner le signal <i>ou</i> l’exemple de : καὶ αὐτὸς [[οὕτω]] ποιῶν κατῆρχε XÉN et lui-même était le premier à faire ainsi;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατάρχομαι;<br /><b>1</b> commencer, donner le signal <i>ou</i> l’exemple de, acc.;<br /><b>2</b> accomplir les cérémonies préparatoires d’un sacrifice, gén. : σκυταλῆν [[λαβών]] μου κατήρξατο LUC il prit un bâton et m’initia en me rouant de coups ; immoler, sacrifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρχω]].
}}
}}