3,277,121
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ῥόδιος''': -α, -ον, ([[Ῥόδος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ρόδον ἢ ὁ ἐκ Ρόδου, Ἰλ. Β. 654, Ξεν., κτλ.· Ῥοδίᾳ [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] ἡ ζωγραφική, Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 15. 3, πρβλ. σ. 248· ― ἡ Ῥοδία (ἐξυπ. [[χώρα]]) Στράβ. 651, κτλ.· ― Ῥόδια, τά, [[εἶδος]] ὑποδημάτων ἀνδρικῶν, Ἡσύχ.· ― πρβλ. [[Ῥοδιακός]]. | |lstext='''Ῥόδιος''': -α, -ον, ([[Ῥόδος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ρόδον ἢ ὁ ἐκ Ρόδου, Ἰλ. Β. 654, Ξεν., κτλ.· Ῥοδίᾳ [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] ἡ ζωγραφική, Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 15. 3, πρβλ. σ. 248· ― ἡ Ῥοδία (ἐξυπ. [[χώρα]]) Στράβ. 651, κτλ.· ― Ῥόδια, τά, [[εἶδος]] ὑποδημάτων ἀνδρικῶν, Ἡσύχ.· ― πρβλ. [[Ῥοδιακός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Rhodes, rhodien ; ἡ Ῥοδία, l’île et la contrée de Rhodes ; [[οἱ]] Ῥόδιοι, les Rhodiens.<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]]. | |||
}} | }} |