Ῥόδιος
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
α, ον, (Ῥόδος) Rhodian, of Rhodes or from Rhodes, Il.2.654, etc.; Ῥοδία τέχνη the art of painting, Anacreont.15.3; ἡ Ῥόδιος (sc. χώρα) Str.2.4.3, etc.; Ῥοδία (sc. δραχμή) Rhodian drachma, Roussel Cultes Egyptiens p.236 (Delos, ii B.C.), Inscr.Délos 442 B204 (pl., ii B.C.): Ῥόδια, τά, a kind of shoes, Hsch.: Ῥόδιον, τό, sc. μέτρον, Ostr.Bodl.iii 369, Ostr.Strassb.615-617 (ii A.D.), Ostr.i p.765:—cf. Ῥοδιακός.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Rhodes, rhodien ; ἡ Ῥοδία, l'île et la contrée de Rhodes ; οἱ Ῥόδιοι, les Rhodiens.
Étymologie: Ῥόδος.
Russian (Dvoretsky)
Ῥόδιος: II ὁ родосец Thuc.
родосский Hom.
Greek (Liddell-Scott)
Ῥόδιος: -α, -ον, (Ῥόδος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ρόδον ἢ ὁ ἐκ Ρόδου, Ἰλ. Β. 654, Ξεν., κτλ.· Ῥοδίᾳ τέχνη, ἡ τέχνη ἡ ζωγραφική, Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 15. 3, πρβλ. σ. 248· ― ἡ Ῥοδία (ἐξυπ. χώρα) Στράβ. 651, κτλ.· ― Ῥόδια, τά, εἶδος ὑποδημάτων ἀνδρικῶν, Ἡσύχ.· ― πρβλ. Ῥοδιακός.