βροντάω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βροντάω''': (ἴδε [[βροντή]]), βροντῶ, μπουμπουνίζω, [[Ζεὺς]] δ’ [[ἄμυδις]] βρόντησε Ὀδ. Ξ. 305, πρβλ. Ἰλ. Θ. 133· μεταφ. ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφηξ. 624· βροντᾷ (ὁ [[Ζεὺς]]) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 142 κ. ἄλλ.· βροντήσαντος (τοῦ [[Διός]]), ἂν βροντήσῃ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 3, 4. ΙΙ. παθ., πλήττομαι ὑπὸ τῆς βροντῆς, ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ, Ἀριστ. π. Ὕπν. Μαντ. 1, 9.
|lstext='''βροντάω''': (ἴδε [[βροντή]]), βροντῶ, μπουμπουνίζω, [[Ζεὺς]] δ’ [[ἄμυδις]] βρόντησε Ὀδ. Ξ. 305, πρβλ. Ἰλ. Θ. 133· μεταφ. ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφηξ. 624· βροντᾷ (ὁ [[Ζεὺς]]) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 142 κ. ἄλλ.· βροντήσαντος (τοῦ [[Διός]]), ἂν βροντήσῃ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 3, 4. ΙΙ. παθ., πλήττομαι ὑπὸ τῆς βροντῆς, ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ, Ἀριστ. π. Ὕπν. Μαντ. 1, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βροντήσω;<br />tonner, faire éclater le tonnerre <i>en parl. de Zeus</i>.<br />'''Étymologie:''' [[βροντή]].
}}
}}