3,273,736
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαίρω''': (πρβλ. [[ἀπαείρω]]): μέλλ. ἀπᾰρῶ: ἀόρ. α΄ ἀπῆρα Εὐρ.: πρκμ. ἀπῆρκα Θουκ. 8. 100, Αἰσχίν. 39, 6: Ἰων. παρατ. ἀπαίρεσκον Ἡροδ., Σηκώνω παίρνω, τὰ ξύλα Ἡρόδ. 1. 186· ἀπομακρύνω τι ἀπό τινος ἄπαιρε θυγατρὸς [[φάσγανον]] Εὐρ. Ὀρ. 1608· Σπάρτης ἀπάρας ὁ αὐτ. Ἑλ. 1671· ἐν Ι.Τ. 967, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἀπαλλάττομαι: - Παθ., ἀπαίρεται [[τράπεζα]] Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 641D. ΙΙ. κινῶ στόλον ἢ στρατὸν τῆς ξηρᾶς, τὰς [[νέας]] ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 57· οὕτω, μελάθρων ἀπ. [[πόδα]] Εὐρ. Ἠλ. 774. ἀπ. τινά ἐκ χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 1520. 2) ἐλλειπτικῶς (ἐξηπακουομ. [[ναῦς]], [[στρατός]], κτλ.), [[ἀποπλέω]], [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, ἀπαίρειν ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 60· [[συχν]]. παρὰ Θουκ., Ξεν. κτλ.: [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἀπαίρειν χθονός, ἀναχωρῶ ἐκ τῆς χώρας, Εὐρ. Κύκλ. 131· Σπάρτης ἀπῆρας νηΐ Κρησίαν χθόνα ὁ αὐτ. Τρῳ. 944· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ. ἀπ. πρεσβείαν, ἐκκινῶ διὰ πρεσβείαν, ἀποστολήν, Δημ. 392. 14, πρβλ. [[ἀπάγω]]. | |lstext='''ἀπαίρω''': (πρβλ. [[ἀπαείρω]]): μέλλ. ἀπᾰρῶ: ἀόρ. α΄ ἀπῆρα Εὐρ.: πρκμ. ἀπῆρκα Θουκ. 8. 100, Αἰσχίν. 39, 6: Ἰων. παρατ. ἀπαίρεσκον Ἡροδ., Σηκώνω παίρνω, τὰ ξύλα Ἡρόδ. 1. 186· ἀπομακρύνω τι ἀπό τινος ἄπαιρε θυγατρὸς [[φάσγανον]] Εὐρ. Ὀρ. 1608· Σπάρτης ἀπάρας ὁ αὐτ. Ἑλ. 1671· ἐν Ι.Τ. 967, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἀπαλλάττομαι: - Παθ., ἀπαίρεται [[τράπεζα]] Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 641D. ΙΙ. κινῶ στόλον ἢ στρατὸν τῆς ξηρᾶς, τὰς [[νέας]] ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 57· οὕτω, μελάθρων ἀπ. [[πόδα]] Εὐρ. Ἠλ. 774. ἀπ. τινά ἐκ χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 1520. 2) ἐλλειπτικῶς (ἐξηπακουομ. [[ναῦς]], [[στρατός]], κτλ.), [[ἀποπλέω]], [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, ἀπαίρειν ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 60· [[συχν]]. παρὰ Θουκ., Ξεν. κτλ.: [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἀπαίρειν χθονός, ἀναχωρῶ ἐκ τῆς χώρας, Εὐρ. Κύκλ. 131· Σπάρτης ἀπῆρας νηΐ Κρησίαν χθόνα ὁ αὐτ. Τρῳ. 944· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ. ἀπ. πρεσβείαν, ἐκκινῶ διὰ πρεσβείαν, ἀποστολήν, Δημ. 392. 14, πρβλ. [[ἀπάγω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀπαρῶ]], <i>ao.</i> ἀπῆρα > <i>part.</i> [[ἀπάρας]], <i>pf.</i> [[ἀπῆρκα]], <i>pqp.</i> [[ἀπήρκειν]];<br /><b>1</b> <i>tr.</i> lever, enlever, acc. ; [[νῆας]] ἀπὸ Σαλαμῖνος HDT emmener les vaisseaux loin de Salamine;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’éloigner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἴρω]]. | |||
}} | }} |