παρακολούθημα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰκολούθημα''': τό, τὸ ἐπακολουθοῦν, [[ἐπακολούθημα]], τὸ νῦν κακῶς λεγόμενον «[[συνέπεια]]», Πλούτ. 2. 885C. 2) [[παράρτημα]], Κύριλλ.
|lstext='''παρᾰκολούθημα''': τό, τὸ ἐπακολουθοῦν, [[ἐπακολούθημα]], τὸ νῦν κακῶς λεγόμενον «[[συνέπεια]]», Πλούτ. 2. 885C. 2) [[παράρτημα]], Κύριλλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />suite immédiate, conséquence directe.<br />'''Étymologie:''' [[παρακολουθέω]].
}}
}}