παρακολούθημα

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰκολούθημα Medium diacritics: παρακολούθημα Low diacritics: παρακολούθημα Capitals: ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΜΑ
Transliteration A: parakoloúthēma Transliteration B: parakolouthēma Transliteration C: parakoloythima Beta Code: parakolou/qhma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which follows, αἱ σκιαὶ π. τῶν σωμάτων Iamb. Comm. Math. 8; accompaniment or attendant circumstance, Demetr.Lac.Herc.1012.46, Placit.1.22.5, Numen. ap. Porph. ap. Stob. 1.49.25, Nicom.Ar.1.19, Plot.3.7.10, Hierocl.in CA 15p.453M., Procl. in Ti.3.24 D., etc.; by-product, Herm. ap. Stob.1.21.9; logical accident, A.D.Synt.229.13.

German (Pape)

[Seite 484] τό, das, was daneben folgt, Folge, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
suite immédiate, conséquence directe.
Étymologie: παρακολουθέω.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰκολούθημα: ατος τό филос. непрямое или неожиданное следствие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰκολούθημα: τό, τὸ ἐπακολουθοῦν, ἐπακολούθημα, τὸ νῦν κακῶς λεγόμενον «συνέπεια», Πλούτ. 2. 885C. 2) παράρτημα, Κύριλλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παρακολουθώ
ό,τι συμβαίνει συγχρόνως ή αμέσως μετά από ένα γεγονός ως συνέπειά του, επακολούθημα, επακόλουθο
νεοελλ.
εξάρτημα
αρχ.
1. παραπροϊόν
2. παράρτημα.