παρακολούθημα
English (LSJ)
-ατος, τό, that which follows, αἱ σκιαὶ π. τῶν σωμάτων Iamb. Comm. Math. 8; accompaniment or attendant circumstance, Demetr.Lac.Herc.1012.46, Placit.1.22.5, Numen. ap. Porph. ap. Stob. 1.49.25, Nicom.Ar.1.19, Plot.3.7.10, Hierocl.in CA 15p.453M., Procl. in Ti.3.24 D., etc.; by-product, Herm. ap. Stob.1.21.9; logical accident, A.D.Synt.229.13.
German (Pape)
[Seite 484] τό, das, was daneben folgt, Folge, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
suite immédiate, conséquence directe.
Étymologie: παρακολουθέω.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰκολούθημα: ατος τό филос. непрямое или неожиданное следствие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰκολούθημα: τό, τὸ ἐπακολουθοῦν, ἐπακολούθημα, τὸ νῦν κακῶς λεγόμενον «συνέπεια», Πλούτ. 2. 885C. 2) παράρτημα, Κύριλλ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παρακολουθώ
ό,τι συμβαίνει συγχρόνως ή αμέσως μετά από ένα γεγονός ως συνέπειά του, επακολούθημα, επακόλουθο
νεοελλ.
εξάρτημα
αρχ.
1. παραπροϊόν
2. παράρτημα.