ἀπολυμαίνομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολῡμαίνομαι''': μέσ., ([[λῦμα]]) καθαίρομαι, καθαρίζομαι, ἐξαγνίζομαι διὰ λουτρῶν, [[κυρίως]] ἐξ ἄγους, Ἰλ. Α. 313, 314, πρβλ. Παυσ. 8. 41, 2.
|lstext='''ἀπολῡμαίνομαι''': μέσ., ([[λῦμα]]) καθαίρομαι, καθαρίζομαι, ἐξαγνίζομαι διὰ λουτρῶν, [[κυρίως]] ἐξ ἄγους, Ἰλ. Α. 313, 314, πρβλ. Παυσ. 8. 41, 2.
}}
{{bailly
|btext=se purifier (par des ablutions).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λυμαίνω]].
}}
}}