ἀπολυμαίνομαι

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῡμαίνομαι Medium diacritics: ἀπολυμαίνομαι Low diacritics: απολυμαίνομαι Capitals: ΑΠΟΛΥΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apolymaínomai Transliteration B: apolymainomai Transliteration C: apolymainomai Beta Code: a)polumai/nomai

English (LSJ)

Med., (λῦμα) cleanse oneself by bathing, esp. from an ἄγος, Il.1.313,314, A.R.4.702, cf. Paus.8.41.2; ἀπολυμήνασθαι καὶ ἀφαγνίσαι τὸ μίασμα Agath.2.7.

Spanish (DGE)

(ἀπολῡμαίνομαι)
de pers. purificarse después de una peste Il.1.313, 314, Paus.8.41.2, antes de ir a la guerra, Agath.2.7.2, c. dat. instrum., A.R.4.702
del estómago purgarse, limpiarse mediante el vómito, Eun.VS 486.

German (Pape)

[Seite 313] (λυμα), dep. med., sich reinigen, bes. durch sühnende Bäder eine Befleckung abwaschen, Il. 1, 313. 314; Ap. Rh. 4, 702.

French (Bailly abrégé)

se purifier (par des ablutions).
Étymologie: ἀπό, λυμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολῡμαίνομαι: культ. совершать омовение, очищаться Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολῡμαίνομαι: μέσ., (λῦμα) καθαίρομαι, καθαρίζομαι, ἐξαγνίζομαι διὰ λουτρῶν, κυρίως ἐξ ἄγους, Ἰλ. Α. 313, 314, πρβλ. Παυσ. 8. 41, 2.

Greek Monotonic

ἀπολῡμαίνομαι: Μέσ. (λῦμα), ξεπλένω τη βρωμιά από πάνω μου, καθαρίζομαι με το πλύσιμο, το λούσιμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λῦμα
to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing, Il.

Mantoulidis Etymological

(=καθαρίζομαι μέ λουτρό). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + λῦμα (=ἀκαθαρσία). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπόλυμα (=ἀκαθαρσία), ἀπολυμαντήρ, ἀπολυμαντήριος.