3,270,341
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βασκαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· ἀόρ. ἐβάσκηνα, ᾱνα, Ἀριστ. Προβλ. 20.34. –Παθ. ἀόρ. ἐβασκάνθην.<br />1) μ. αἰτιατ., [[ὀνειδίζω]], [[ψέγω]], κακολογῶ, συκοφαντῶ,αἰτιῶμαι, [[μέμφομαι]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Δημ. 94.19· ἄν τι δύσκολον συμβῇ τοῦτο βασκαίνει ὁ αὐτ. 291.21· [[εἰσί]] τινες …οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει Διονύσ. ἐν Ἀδήλ. 1.6. 2) μ. δοτ., φθονῶ, φειδωλεύομαι να παράσχω, Δημ. 464.11, κτλ. τινί τινος, φθονῶ τινα διά τι, Φιλόστρ. 250, πρβλ. Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπί τινι ὁ αὐτ. Πλοί. 17. ΙΙ. μεταχειρίζομαι κακὰς λέξεις, [[μαγεύω]] τινὰ διὰ μαγείας, κακοῦ οφθαλμοῦ, κτλ., Ἀριστ. Προβλ. 20.34· ἐβάσκηνε πάντα…[[τύχη]] Ἡρῳδιαν. 2.4. – Παθ., ἵνα μὴ βασκανθῶσι Ἀριστ. Ἀποσπ. 271· - ἡ μαγικὰ [[ἐνέργεια]] κατεστρέφετο ἄν τις ἔπτυε [[τρίς]], Θεόκρ. 6.39<br />(Ἡ [[συγγένεια]] τῆς λέξεως πρὸς τὸ Λατ. fascino, ὡς ἐκ PΦΑΣ αμφιβάλλεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). | |lstext='''βασκαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· ἀόρ. ἐβάσκηνα, ᾱνα, Ἀριστ. Προβλ. 20.34. –Παθ. ἀόρ. ἐβασκάνθην.<br />1) μ. αἰτιατ., [[ὀνειδίζω]], [[ψέγω]], κακολογῶ, συκοφαντῶ,αἰτιῶμαι, [[μέμφομαι]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Δημ. 94.19· ἄν τι δύσκολον συμβῇ τοῦτο βασκαίνει ὁ αὐτ. 291.21· [[εἰσί]] τινες …οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει Διονύσ. ἐν Ἀδήλ. 1.6. 2) μ. δοτ., φθονῶ, φειδωλεύομαι να παράσχω, Δημ. 464.11, κτλ. τινί τινος, φθονῶ τινα διά τι, Φιλόστρ. 250, πρβλ. Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπί τινι ὁ αὐτ. Πλοί. 17. ΙΙ. μεταχειρίζομαι κακὰς λέξεις, [[μαγεύω]] τινὰ διὰ μαγείας, κακοῦ οφθαλμοῦ, κτλ., Ἀριστ. Προβλ. 20.34· ἐβάσκηνε πάντα…[[τύχη]] Ἡρῳδιαν. 2.4. – Παθ., ἵνα μὴ βασκανθῶσι Ἀριστ. Ἀποσπ. 271· - ἡ μαγικὰ [[ἐνέργεια]] κατεστρέφετο ἄν τις ἔπτυε [[τρίς]], Θεόκρ. 6.39<br />(Ἡ [[συγγένεια]] τῆς λέξεως πρὸς τὸ Λατ. fascino, ὡς ἐκ PΦΑΣ αμφιβάλλεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> βασκανῶ;<br /><b>1</b> jeter un sort, fasciner, ensorceler;<br /><b>2</b> regarder d’un œil jaloux, porter envie;<br /><b>3</b> décrier, dénigrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βάσκανος]]. | |||
}} | }} |