κολιός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολιός''': ὁ, [[εἶδος]] δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. ([[μετὰ]] διαφ. γραφῶν: [[κολεός]], [[κελεός]]· Bekk. [[κελεός]]).
|lstext='''κολιός''': ὁ, [[εἶδος]] δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. ([[μετὰ]] διαφ. γραφῶν: [[κολεός]], [[κελεός]]· Bekk. [[κελεός]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sorte d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' iotacisme p. [[κολοιός]] ?
}}
}}