κολιός

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολιός Medium diacritics: κολιός Low diacritics: κολιός Capitals: ΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: koliós Transliteration B: kolios Transliteration C: kolios Beta Code: kolio/s

English (LSJ)

ὁ, green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).

Wikipedia EN

European green woodpecker (Picus viridis) female

The European green woodpecker (Picus viridis) is a large green woodpecker with a bright red crown and a black moustache. Males have a red centre to the moustache stripe which is absent in females. It is resident across much of Europe and the western Palearctic but in Spain and Portugal it is replaced by the similar Iberian green woodpecker (Picus sharpei).

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte d'oiseau.
Étymologie: iotacisme p. κολοιός ?

Russian (Dvoretsky)

κολιός:зеленый дятел (разновидность) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κολιός: ὁ, εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: κολεός, κελεός· Bekk. κελεός).

Greek Monolingual

(I)
ο (Α κολιός)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae
αρχ.
είδος δρυοκολάπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»].
(II)
ο
1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας
2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή
β) «κολιός και κολιός κι από ένα βαρέλι» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας
ii) για συνταύτιση πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κολοιός, με συνίζηση, οπότε η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -οι-, ή κατ' άλλους < κολίας.

Translations

European green woodpecker

ar: نقار الخشب الأخضر; arz: نقار الخشب الاخضر; az: adi yaşıl ağacdələn; ba: йәшел тумыртҡа; be_x_old: жаўна зялёная; be: зялёная жаўна; bg: зелен кълвач; br: kazeg-koad; ca: picot verd comú; csb: zelony dzëdzón; cs: žluna zelená; cy: cnocell werdd; da: grønspætte; de: Grünspecht; en: European green woodpecker; el: πρασινοτσικλιτάρα, πρασινοδρυοκολάπτης, πράσινος δρυοκολάπτης; grc: κελεός, κολεός, κολιός; eo: verda pego; es: carpintero verde, pito real; et: roherähn; eu: okil berde; fa: دارکوب سبز اروپایی; fi: vihertikka; fo: spónspæta; fr: pic vert; fy: griene spjocht; gag: eşil aaçkakan; ga: cnagaire glas; gl: peto verde; he: נקר ירוק אירופי; hu: zöld küllő; hy: կանաչ փայտփոր; inh: баьццара хенахзӏокьеттарг; ja: ヨーロッパアオゲラ; ko: 유라시아청딱따구리; la: Picus viridis; ln: nkotemesi ya mpúndu; lt: žalioji meleta; lv: zaļā dzilna; mk: зелен клукајдрвец; ms: burung belatuk sisik; nl: groene specht; nn: grønspett; no: grønnspett; nv: tsįįłkaałii dootłʼizhí binákʼee halzhinígíí; oc: pic verd; olo: vihandutikku; pcd: bièc bo; pl: dzięcioł zielony; pnb: یورپی ہرا چڑی ترکھان; pt: pica-pau-verde; ro: ciocănitoare verde; rue: жовна зелена; ru: зелёный дятел; se: ruonáčáihni; simple: european green woodpecker; sk: žlna zelená; sl: zelena žolna; sq: qukapiku i gjelbër; sr: зелена жуна; sv: gröngöling; tr: yeşil ağaçkakan; udm: вож сизь; uk: жовна зелена; vi: gõ kiến xanh châu âu; wa: vert betche-bos; wuu: 欧洲绿啄木鸟; zh_yue: 歐洲綠啄木鳥; zh: 欧洲绿啄木鸟