ἀναμάχομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμάχομαι''': (ἴδε [[μάχομαι]]): Ἀποθ.: ― ἐκ νέου [[μάχομαι]], ἀνανεώνω τὴν μάχην, ἐπανορθῶ ἧτταν, Ἡρόδ. 5. 121, 8. 109, Θουκ. 7. 61. ΙΙ. μεταφ., ἀν. τὸν λόγον, [[ἀναλαμβάνω]] ἀγῶνα συζητήσεως ἣν πρὸ ὀλίγου ἀπέφυγον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286C, πρβλ. Φαίδωνα 89C. 2) ἐπανορθῶ ζημίαν, ἀν. τὰ ἁμαρτανόμενα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· περιπέτειαν Πολύβ. 1. 55, 5· ἡ [[φύσις]] τὴν φθορὰν ἀν., ἡ [[φύσις]] ἐπανορθοῖ, ἀναπληροῖ τὴν ἔλλειψιν, τὴν ζημίαν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 4, 6.
|lstext='''ἀναμάχομαι''': (ἴδε [[μάχομαι]]): Ἀποθ.: ― ἐκ νέου [[μάχομαι]], ἀνανεώνω τὴν μάχην, ἐπανορθῶ ἧτταν, Ἡρόδ. 5. 121, 8. 109, Θουκ. 7. 61. ΙΙ. μεταφ., ἀν. τὸν λόγον, [[ἀναλαμβάνω]] ἀγῶνα συζητήσεως ἣν πρὸ ὀλίγου ἀπέφυγον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286C, πρβλ. Φαίδωνα 89C. 2) ἐπανορθῶ ζημίαν, ἀν. τὰ ἁμαρτανόμενα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· περιπέτειαν Πολύβ. 1. 55, 5· ἡ [[φύσις]] τὴν φθορὰν ἀν., ἡ [[φύσις]] ἐπανορθοῖ, ἀναπληροῖ τὴν ἔλλειψιν, τὴν ζημίαν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 4, 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναμαχοῦμαι;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]] de nouveau) combattre de nouveau, recommencer la lutte ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. τὸν λόγον PLAT recommencer la discussion;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]] à rebours, au contraire) réparer (un échec) par un nouveau combat ; <i>p. ext.</i> réparer au prix de grands efforts (une perte).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μάχομαι]].
}}
}}