λάζομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάζομαι''': ἀποθ. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[λαμβάνω]] (πρβλ. Ζζ. 11. 5), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. λάζετο, (ἐλάζετο μόνον ἐν Ἰλ. Ε. 371), καὶ γ΄ πληθ. εὐκτ. Δωρ. προστ. λάζεο ἢ λάσδεο Θεόκρ. 8. 84., 15. 21· λάζευ Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 456Β. Λαμβάνω, δράττομαι, [[ἁρπάζω]], [[ἔγχος]] λάζετο Ἰλ. Θ. 389· πέτρον, μάστιγα, [[ἡνία]], κτλ., Ἰλ.· ἡ δ’ ἀγκὰς ἐλάζετο θυγατέρα ἥν, [[ἐκείνη]] δὲ ἐλάβεν εἰς τὰς ἀγκάλας τὴν ἑαυτῆς θυγατέρα, Ε. 371· ὀδὰξ λαζοίατο (ἀντὶ λάζοιντο) γαῖαν, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν δάκοιεν» (Σχόλ.), Β. 418· μεταφ., [[πάλιν]] δ’ ὅ γε λάζετο μῦθον, ἐκ δευτέρου ἐπελάβετο τοῦ λόγου, ἢ «εἰς τὸ [[ἐναντίον]] ἔτρεψε τὸν λόγον» (Σχόλ.), Δ. 357, Ὀδ. Ν. 254· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ, πεφυκὸς νόσους λάζεσθαι, διατεθειμένος ἐκ φύσεως νὰ λαμβάνῃ τὰς νόσους, Ἱππ. 407. 49· [[ὀδύνη]] λάζεται [τὸν ἐγκέφαλον], [[πόνος]] καταλαμβάνει αὐτόν, ὁ αὐτ. 468. 13· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. ὁ [[τύπος]] λάζυμαι ἀπαντᾷ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 316, ἐλάζυτο... Ἑρμῆν ἐπὶ βουσίν· παρ’ Ἱππ. 595. 9, λάζυται τὴν γονήν, δέχεται αὐτήν· καὶ εὕρηται μόνον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (πλὴν τῆς προστακτ. ἀντιλάζου, Εὐρ. Ὀρ. 452, ἴδε Elmsl. Εὐρ. Μήδ. 1185, Markl. εἰς Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1227), λάζυσθε Εὐρ. Μήδ. 956, Βάκχ. 503· λάζυσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 943· [[μετὰ]] γεν., λάζυσθε κύλικος Ἀριστοφ. Λυσ. 209· [[οὕτως]] ἐν συνθέτοις ἀντελάζυτο Εὐρ. Μήδ. 1216, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ.· [[ἐπιλάζυμαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 250· [[προλάζυμαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1027· [[προσλάζυμαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 64.
|lstext='''λάζομαι''': ἀποθ. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[λαμβάνω]] (πρβλ. Ζζ. 11. 5), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. λάζετο, (ἐλάζετο μόνον ἐν Ἰλ. Ε. 371), καὶ γ΄ πληθ. εὐκτ. Δωρ. προστ. λάζεο ἢ λάσδεο Θεόκρ. 8. 84., 15. 21· λάζευ Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 456Β. Λαμβάνω, δράττομαι, [[ἁρπάζω]], [[ἔγχος]] λάζετο Ἰλ. Θ. 389· πέτρον, μάστιγα, [[ἡνία]], κτλ., Ἰλ.· ἡ δ’ ἀγκὰς ἐλάζετο θυγατέρα ἥν, [[ἐκείνη]] δὲ ἐλάβεν εἰς τὰς ἀγκάλας τὴν ἑαυτῆς θυγατέρα, Ε. 371· ὀδὰξ λαζοίατο (ἀντὶ λάζοιντο) γαῖαν, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν δάκοιεν» (Σχόλ.), Β. 418· μεταφ., [[πάλιν]] δ’ ὅ γε λάζετο μῦθον, ἐκ δευτέρου ἐπελάβετο τοῦ λόγου, ἢ «εἰς τὸ [[ἐναντίον]] ἔτρεψε τὸν λόγον» (Σχόλ.), Δ. 357, Ὀδ. Ν. 254· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ, πεφυκὸς νόσους λάζεσθαι, διατεθειμένος ἐκ φύσεως νὰ λαμβάνῃ τὰς νόσους, Ἱππ. 407. 49· [[ὀδύνη]] λάζεται [τὸν ἐγκέφαλον], [[πόνος]] καταλαμβάνει αὐτόν, ὁ αὐτ. 468. 13· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. ὁ [[τύπος]] λάζυμαι ἀπαντᾷ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 316, ἐλάζυτο... Ἑρμῆν ἐπὶ βουσίν· παρ’ Ἱππ. 595. 9, λάζυται τὴν γονήν, δέχεται αὐτήν· καὶ εὕρηται μόνον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (πλὴν τῆς προστακτ. ἀντιλάζου, Εὐρ. Ὀρ. 452, ἴδε Elmsl. Εὐρ. Μήδ. 1185, Markl. εἰς Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1227), λάζυσθε Εὐρ. Μήδ. 956, Βάκχ. 503· λάζυσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 943· [[μετὰ]] γεν., λάζυσθε κύλικος Ἀριστοφ. Λυσ. 209· [[οὕτως]] ἐν συνθέτοις ἀντελάζυτο Εὐρ. Μήδ. 1216, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ.· [[ἐπιλάζυμαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 250· [[προλάζυμαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1027· [[προσλάζυμαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 64.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐλαζόμην;<br />prendre, saisir, se saisir de : [[ἔγχος]] IL prendre une javeline ; τινα [[ἀγκάς]] IL prendre qqn dans ses bras ; ὀδὰξ λ. γαῖαν IL mordre la terre ; <i>fig.</i> λ. μῦθον [[πάλιν]], prendre en arrière, <i>càd</i> retirer, rétracter son langage.<br />'''Étymologie:''' R. Λαβ prendre ; cf. [[λαμβάνω]].
}}
}}