λάζομαι
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
Ep., Ion., and Megar. for λαμβάνω, used by Hom. only in Ep. 3sg. impf. λάζετο (ἐλάζετο only in Il.5.371), and 3pl. opt. λαζοίατο (v. infr.); Dor. imper.
A λάσδεο Theoc.8.84, λάζευ Id.15.21, Trag.Adesp.381:—Act., λάζω Achaean acc. to AB1095:—seize, grasp, ἔγχος Il.8.389; πέτρον, μάστιγα, ἡνία, 16.734, 5.840, al.; λάζομαι τινὰ ἀγκάς = take one in her arms, ib.371; ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν = may they bite the dust, 2.418: metaph., πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον = he took back, i.e. retracted his speech, 4.357, Od.13.254; also in Ion. Prose, πεφυκὸς νόσους λάζεσθαι disposed to take them, Hp.Loc.Hom.1; ὀδύνη λάζεται [τὸν ἐγκέφαλον] pain seizes or attacks the head, Id.Morb.2.20.
2 receive, λαζόμενος τῶν θυομένων πάντων τὰ δέρματα… SIG1010.4 (Chalcedon), cf. 1011.18 (ibid., iii/ii B. C.).
II Ep., Ion., also λάζυμαι, ἐπὶ βουσὶν ἐλάζυτο… Ἑρμῆν h.Merc.316; λάζυται τὴν γονήν = grasps it, Hp.Mul.1.10, cf.Aret.SD2.13; φόβος [αὐτὸν] λάζυται Hp.Morb.2.72, cf. Aret.SD2.12: this form is alone used by Trag. and Com. (exc. in imper. ἀντιλάζου E.Or.452), λάζυσθε Id.Med.956, Ba.503; λάζυσθαι Id.HF943: c. gen., λάζυσθε κύλικος Ar.Lys.209 (also in compounds ἀντιλάζομαι, ἐπιλάζομαι, προλάζομαι, προσλάζομαι, qq.v.); Boeot. inf. λάδδουσθη (q.v.).
German (Pape)
[Seite 5] ff. auch λάζω), poet. = λαμβάνω, nur praes. u. impf., nehmen, ergreifen; λάζετο δ' ἔγχος, Il. 8, 389, u. so mit ἡνία, μάστιγα oft; πρηνέες ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν, 2, 418; auch πάλιν δ' ὅγε λάζετο μῦθον, er nahm die Rede zurück, 4, 357, Schol. εἰς τοὐναντίον μετήγαγε, wie Od. 13, 254; sp. D., λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμά Ap. Rh. 1, 911; λάζεο τάδε δῶρα, Gaetul. 3 (VI, 1909; dor. λάσδεο τὰς σύριγγας, Theocr. 8, 84; λαζεῦ, 15, 21; λαζόμεναι, 18, 46. – Das act., in B. A. 1095 den Achäern zugeschrieben, findet sich nur bei Gramm.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐλαζόμην;
prendre, saisir, se saisir de : ἔγχος IL prendre une javeline ; τινα ἀγκάς IL prendre qqn dans ses bras ; ὀδὰξ λ. γαῖαν IL mordre la terre ; fig. λ. μῦθον πάλιν, prendre en arrière, càd retirer, rétracter son langage.
Étymologie: R. Λαβ prendre ; cf. λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
λάζομαι: (только praes. и impf. ἐλαζόμην) хватать(ся), брать (ἔγχος, μάστιγα Hom.): λ. τινα ἀγκάς Hom. заключить кого-л. в (свои) объятья; πάλιν λ. μῦθον Hom. взять назад (свои) слова, т. е. повести другую речь; ὀδὰξ λ. γαῖαν Hom. зубами впиться в землю, т. е. пасть на поле брани.
Greek (Liddell-Scott)
λάζομαι: ἀποθ. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ λαμβάνω (πρβλ. Ζζ. 11. 5), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. λάζετο, (ἐλάζετο μόνον ἐν Ἰλ. Ε. 371), καὶ γ΄ πληθ. εὐκτ. Δωρ. προστ. λάζεο ἢ λάσδεο Θεόκρ. 8. 84., 15. 21· λάζευ Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 456Β. Λαμβάνω, δράττομαι, ἁρπάζω, ἔγχος λάζετο Ἰλ. Θ. 389· πέτρον, μάστιγα, ἡνία, κτλ., Ἰλ.· ἡ δ’ ἀγκὰς ἐλάζετο θυγατέρα ἥν, ἐκείνη δὲ ἐλάβεν εἰς τὰς ἀγκάλας τὴν ἑαυτῆς θυγατέρα, Ε. 371· ὀδὰξ λαζοίατο (ἀντὶ λάζοιντο) γαῖαν, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν δάκοιεν» (Σχόλ.), Β. 418· μεταφ., πάλιν δ’ ὅ γε λάζετο μῦθον, ἐκ δευτέρου ἐπελάβετο τοῦ λόγου, ἢ «εἰς τὸ ἐναντίον ἔτρεψε τὸν λόγον» (Σχόλ.), Δ. 357, Ὀδ. Ν. 254· ὡσαύτως ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ, πεφυκὸς νόσους λάζεσθαι, διατεθειμένος ἐκ φύσεως νὰ λαμβάνῃ τὰς νόσους, Ἱππ. 407. 49· ὀδύνη λάζεται [τὸν ἐγκέφαλον], πόνος καταλαμβάνει αὐτόν, ὁ αὐτ. 468. 13· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. ὁ τύπος λάζυμαι ἀπαντᾷ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 316, ἐλάζυτο... Ἑρμῆν ἐπὶ βουσίν· παρ’ Ἱππ. 595. 9, λάζυται τὴν γονήν, δέχεται αὐτήν· καὶ εὕρηται μόνον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (πλὴν τῆς προστακτ. ἀντιλάζου, Εὐρ. Ὀρ. 452, ἴδε Elmsl. Εὐρ. Μήδ. 1185, Markl. εἰς Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1227), λάζυσθε Εὐρ. Μήδ. 956, Βάκχ. 503· λάζυσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 943· μετὰ γεν., λάζυσθε κύλικος Ἀριστοφ. Λυσ. 209· οὕτως ἐν συνθέτοις ἀντελάζυτο Εὐρ. Μήδ. 1216, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· ἐπιλάζυμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 250· προλάζυμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1027· προσλάζυμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 64.
English (Autenrieth)
(=λαμβάνω), opt. 3 pl. λαζοίατο, ipf. (ἐ)λάζετο: take; γαῖαν ὀδάξ, ‘bite the dust,’ Il. 2.418; μῦθον πάλιν, ‘caught back again’ the words (of joy which were on his lips), Od. 13.254.
Greek Monolingual
λάζομαι, επικ. και ιων. τ. λάζυμαι (Α)
1. λαμβάνω, παίρνω, δράττομαι, αρπάζω (α. «λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία», Ομ. Ιλ.
β. «πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῡθον», Ομ. Ιλ.)
2. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται («λάζυται τὴν γονήν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε (σ)λαγ-jομαι < ΙΕ ρίζα (s)lag- «λαμβάνω, πιάνω» (πρβλ. λαμβάνω, λάβρος) και συνδέεται με αγγλοσαξ. loeccan «λαμβάνω» και αγγλ. latch «μάνταλο». Ο τ. λάζυμαι είναι μεταπλασμένος κατά το αἴνυμαι «παίρνω»].
Greek Monotonic
λάζομαι: αποθ., ποιητ. αντί λαμβάνω· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. λάζετο, γʹ πληθ. ευκτ. λαζοίατο (αντί λάζοιντο)· Δωρ. προστ. λάζεο ή λάσδεο·
I. λαμβάνω, δράττομαι, πιάνω, αρπάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν, μακάρι να έτρωγαν χώμα, στο ίδ.· μεταφ., πάλινδ' ὅ γε λάζετο μῦθον, πήρε πίσω το λόγο του, δηλ. τον άλλαξε, σε Όμηρ. II. λάζυμαι απαντά σε Ομηρ. Ύμν. και σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: seize, grasp, take, get hold of (Il.),
Other forms: λάζυμαι (h. Merc. 316, also Megar., Thess. [[[λάδδουσθη]], οὑπο-λάδδουνθη]), both only presentstem.
Compounds: also with ἀντι-, ἀνα-, προσ-.
Origin: IE [Indo-European] [958) *sleh₂gʷ- (IE -a- is impossible) seize, grasp
Etymology: The younger λάζυμαι was prob. created after αἴνυμαι (Schwyzer 698, Fraenkel IF 60, 132; older lit. in Bq). As yot-present λάζομαι can stand for *λάγ-ι̯ομαι (or *λάγγ-ι̯ομαι; Brugmann-Thumb 336, 339); the form λαβεῖν, ἔ-λλαβε s. λαμβάνω (and λάβρος ?), which can hardly be separated, requires a labiovelar, IE. *(s)lehleh₂gʷ-i̯- (IE had no phoneme *a). Connection with the isolated OS læccan seize, grasp, NEngl. latch, seems possible. Pok. 958.
Middle Liddell
[Dep., poetic for λαμβάνω
I. to take, seize, grasp, Il.; ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν may they bite the dust, Il.; metaph., πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον he took back, i. e. altered his speech, Hom.
II. the form λάζυμαι occurs in Hhymn. and Eur.
Frisk Etymology German
λάζομαι: (ep. ion. seit Il.),
{lázomai}
Forms: λάζυμαι (ep. ion. poet. seit h. Merc. 316, auch megar., thess. λάδδουσθη, οὑπολάδδουνθη]), beide nur Präsensstamm,
Grammar: v.
Meaning: nehmen, fassen, ergreifen.
Composita: auch mit ἀντι-, ἀνα-, προσ- u. a.,
Etymology: Das jüngere λάζυμαι ist wohl nach αἴνυμαι umgebildet (Schwyzer 698, Fraenkel IF 60, 132; ältere Lit. bei Bq und WP. 2, 707). Als Jotpräsens kann λάζομαι für *λάγι̯ομαι (oder *λάγγι̯ομαι; Brugmann-Thumb 336, 339) stehen; die davon schwerlich zu trennenden λαβεῖν, ἔλλαβε (s. λαμβάνω) und λάβρος erfordern einen Labiovelar, idg. *(s)lagʷ-i̯-. Anschluß an das isolierte ags. læccan fassen, ergreifen, nengl. latch, ist möglich. WP. a.a.O. nach Fick, Pok. 958.
Page 2,71