προπταίω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπταίω''': [[προσκόπτω]] [[προηγουμένως]], ἀμφίβολον ἀντὶ τοῦ προσπτ- ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. 81, σ. 234, Ψευδο-Λουκ. Νέρων 3.
|lstext='''προπταίω''': [[προσκόπτω]] [[προηγουμένως]], ἀμφίβολον ἀντὶ τοῦ προσπτ- ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. 81, σ. 234, Ψευδο-Λουκ. Νέρων 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προπταίσω, <i>pf.</i> προέπταικα;<br />se heurter auparavant ; tomber en disgrâce auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πταίω]].
}}
}}