προπταίω

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπταίω Medium diacritics: προπταίω Low diacritics: προπταίω Capitals: ΠΡΟΠΤΑΙΩ
Transliteration A: proptaíō Transliteration B: proptaiō Transliteration C: proptaio Beta Code: proptai/w

English (LSJ)

dub. for προσπτ- in Luc.Ner.5; f.l. in Phalar.Ep.38.2.

German (Pape)

[Seite 741] vorher anstoßen, ein Unglück haben u. fallen, Luc. Ner. 5.

French (Bailly abrégé)

f. προπταίσω, pf. προέπταικα;
se heurter auparavant ; tomber en disgrâce auparavant.
Étymologie: πρό, πταίω.

Russian (Dvoretsky)

προπταίω: досл. прежде спотыкаться или натыкаться, перен. терпеть крушение Luc.

Greek (Liddell-Scott)

προπταίω: προσκόπτω προηγουμένως, ἀμφίβολον ἀντὶ τοῦ προσπτ- ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. 81, σ. 234, Ψευδο-Λουκ. Νέρων 3.

Greek Monolingual

Α
υποπίπτω σε σφάλμα ή σε αμαρτία προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πταίω «αμαρτάνω»].