κυνοτρόφος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυνοτρόφος''': ὁ, ὁ τρέφων κύνας, Γαλην. τ. 14, σ. 170, 6.
|lstext='''κυνοτρόφος''': ὁ, ὁ τρέφων κύνας, Γαλην. τ. 14, σ. 170, 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui élève des chiens.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[τρέφω]].
}}
}}