κυνοτρόφος
From LSJ
English (LSJ)
κυνοτρόφον, keeping dogs, Ctes.Fr.62.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui élève des chiens.
Étymologie: κύων, τρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
κυνοτρόφος: ὁ, ὁ τρέφων κύνας, Γαλην. τ. 14, σ. 170, 6.
Greek Monolingual
κυνοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, κτηνοτρόφος)].