3,241,137
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψοφοδεής''': -ές, γεν. έος, ([[δέος]]) ὁ καὶ ἐκ τοῦ ἐλαχίστου ψόφου τρομάζων, εἰς [[ἄκρον]] [[δειλός]], ὁ εὔκολα τρομάζων, «φοβιτσιάρης», [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, Πλουτ. Φάβ. 27· [ἵπποι] ψ. καὶ εὐπτόητοι ὁ αὐτ. 2. 642Β· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 257D. Διον. Ἁλ. 11. 22· [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Μενάνδρου, ἴδε Meineke σελ. 183 κἑξ.· ― τὸ ψοφοδεές, [[δειλία]], Πλουτ. Νικ. 2. ― Ἐπίρρ. -εῶς, ὁ αὐτ. 2. 47Β, Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 7, καὶ 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψοφοδεής]]· [[δειλός]], [[κενόφοβος]], ὁ καὶ τοὺς ψόφους καὶ τὰ ἐλάχιστα φοβούμενος». | |lstext='''ψοφοδεής''': -ές, γεν. έος, ([[δέος]]) ὁ καὶ ἐκ τοῦ ἐλαχίστου ψόφου τρομάζων, εἰς [[ἄκρον]] [[δειλός]], ὁ εὔκολα τρομάζων, «φοβιτσιάρης», [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, Πλουτ. Φάβ. 27· [ἵπποι] ψ. καὶ εὐπτόητοι ὁ αὐτ. 2. 642Β· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 257D. Διον. Ἁλ. 11. 22· [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Μενάνδρου, ἴδε Meineke σελ. 183 κἑξ.· ― τὸ ψοφοδεές, [[δειλία]], Πλουτ. Νικ. 2. ― Ἐπίρρ. -εῶς, ὁ αὐτ. 2. 47Β, Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 7, καὶ 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψοφοδεής]]· [[δειλός]], [[κενόφοβος]], ὁ καὶ τοὺς ψόφους καὶ τὰ ἐλάχιστα φοβούμενος». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui craint le moindre bruit, craintif, peureux ; τὸ ψοφοδεές PLUT esprit timoré.<br />'''Étymologie:''' [[ψόφος]], [[δέος]]. | |||
}} | }} |