καταρριζόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρριζόω''': [[κάμνω]] τι νὰ ῥιζώσῃ, [[φυτεύω]] στερεῶς, τὸ θνητὸν γένος Πλάτ. Τίμ. 73Β· ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Πλούτ. 2. 805F· στερεώνω, βεβαιώνω, Ἀνθ. Π. 9. 708.- Παθ., ἀποκτῶ ῥίζας, στερεοῦμαι, ῥιζοβολῶ, Πλάτ. Τίμ. 76Β· μόνιμον καὶ κατερριζωμένον [[πέπηγε]] [[αὐτόθι]] 77C· ὅσα ἄλλα ἐλλείμματα κατερρίζωται ἐν τοῖς ἀνθρώποις Θεμίστ. 11, 147Β.
|lstext='''καταρριζόω''': [[κάμνω]] τι νὰ ῥιζώσῃ, [[φυτεύω]] στερεῶς, τὸ θνητὸν γένος Πλάτ. Τίμ. 73Β· ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Πλούτ. 2. 805F· στερεώνω, βεβαιώνω, Ἀνθ. Π. 9. 708.- Παθ., ἀποκτῶ ῥίζας, στερεοῦμαι, ῥιζοβολῶ, Πλάτ. Τίμ. 76Β· μόνιμον καὶ κατερριζωμένον [[πέπηγε]] [[αὐτόθι]] 77C· ὅσα ἄλλα ἐλλείμματα κατερρίζωται ἐν τοῖς ἀνθρώποις Θεμίστ. 11, 147Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enraciner, affermir solidement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥιζόω]].
}}
}}