3,274,873
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρριζόω''': [[κάμνω]] τι νὰ ῥιζώσῃ, [[φυτεύω]] στερεῶς, τὸ θνητὸν γένος Πλάτ. Τίμ. 73Β· ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Πλούτ. 2. 805F· στερεώνω, βεβαιώνω, Ἀνθ. Π. 9. 708.- Παθ., ἀποκτῶ ῥίζας, στερεοῦμαι, ῥιζοβολῶ, Πλάτ. Τίμ. 76Β· μόνιμον καὶ κατερριζωμένον [[πέπηγε]] [[αὐτόθι]] 77C· ὅσα ἄλλα ἐλλείμματα κατερρίζωται ἐν τοῖς ἀνθρώποις Θεμίστ. 11, 147Β. | |lstext='''καταρριζόω''': [[κάμνω]] τι νὰ ῥιζώσῃ, [[φυτεύω]] στερεῶς, τὸ θνητὸν γένος Πλάτ. Τίμ. 73Β· ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Πλούτ. 2. 805F· στερεώνω, βεβαιώνω, Ἀνθ. Π. 9. 708.- Παθ., ἀποκτῶ ῥίζας, στερεοῦμαι, ῥιζοβολῶ, Πλάτ. Τίμ. 76Β· μόνιμον καὶ κατερριζωμένον [[πέπηγε]] [[αὐτόθι]] 77C· ὅσα ἄλλα ἐλλείμματα κατερρίζωται ἐν τοῖς ἀνθρώποις Θεμίστ. 11, 147Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />enraciner, affermir solidement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥιζόω]]. | |||
}} | }} |