τέλεσμα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέλεσμα''': τό, ([[τελέω]]) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - [[δαπάνη]], ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. [[συμπλήρωσις]], Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) [[πρᾶγμα]] ἀφιερωμένον, [[ὅπερ]] οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) [[φυλακτήριον]], ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''τέλεσμα''': τό, ([[τελέω]]) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - [[δαπάνη]], ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. [[συμπλήρωσις]], Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) [[πρᾶγμα]] ἀφιερωμένον, [[ὅπερ]] οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) [[φυλακτήριον]], ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />imposition, impôt, contribution.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]].
}}
}}