τέλεσμα

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλεσμα Medium diacritics: τέλεσμα Low diacritics: τέλεσμα Capitals: ΤΕΛΕΣΜΑ
Transliteration A: télesma Transliteration B: telesma Transliteration C: telesma Beta Code: te/lesma

English (LSJ)

-ατος, τό, (τελέω)
A money paid or to money to be paid, payment, D.S.29.19, Sch.Ar.Ach.615; τ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά OGI669.47 (Egypt, i A.D.), cf. BGU1067.14 (ii A.D.), Cod.Just.10.16.13.6; tax, γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τ. POxy.1270.40 (ii A.D.); τελεῖν τὰ εὐσεβῆ τ. BGU917.15 (iv A.D.), cf. POxy.1647.45 (ii A.D.), etc.; outlay, IG12 (1).1032.29 (Carpathos, ii (?) B.C.), Supp.Epigr.3.674A16 (Rhodes, ii B.C.), Luc.JTr.11, Sat.35; τελέσμασι τοῖς αὐτῶν = at their own expense, SIG581.55 (Crete, iii/ii B.C.).
II certified copy, certificate, Jahresh.7 Beibl.44 (Ephesus, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] (wie τέλος), τό, Zoll, Steuer, Abgabe, Aufwand, Luc. Saturn. 35 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
imposition, impôt, contribution.
Étymologie: τελέω.

Russian (Dvoretsky)

τέλεσμα: ατος τό
1 обложение, подать Diod.;
2 денежная сумма Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τέλεσμα: τό, (τελέω) χρήματα πληρωθέντα ἢ μέλλοντα νὰ πληρωθῶσι, πληρωμή, Διοδ. Ἐκλογ. 576, 66, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 613· τὰ σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 47· - δαπάνη, ἔξοδον, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11, Κρον. 35. ΙΙ. συμπλήρωσις, Ἰουστινιαν. ΙΙΙ. θρησκευτικὴ τελετὴ, Κλήμ. Ἀλεξ. 18. 2) πρᾶγμα ἀφιερωμένον, ὅπερ οἱ Ἄραβες μετέτρεψαν εἰς telsam (ἀγγλ. talisman) φυλακτήριον, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα του δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια)
2. στον πληθ. τα τελέσματα
(κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις πόλεις και τους κατοίκους από κάθε κίνδυνο
νεοελλ.-μσν.
(στο Βυζ.) φάντασμα, στοιχειό
μσν.
1. (σχετικά με συμβόλαιο) κατάρτιση, συμπλήρωση («τὰ συμβόλαια... προσλαμβανέτω καὶ αὐτὰ πρὸ τοῦ τελέσματος τὴν ἐν γράμμασι τῶν μαρτύρων... παρουσίαν», Ιουστιν.)
2. θαυματούργημα, θαύμαἈπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ήκμαζεν, περιπολεύων πανταχοῦ, καὶ ποιῶν τελέσματα εἰς τὰς πόλεις», Χρον. Αλεξ.)
3. φυλαχτό
4. φρ. «δαιμόνων τέλεσμα» — διαβολικό έργο
μσν.-αρχ.
χρηματική εισφορά που έχει πληρωθεί ή πρόκειται να πληρωθεί («τελέσματα σιτικὰ καὶ ἀργυρικά», πάπ.)
αρχ.
1. φόρος, δασμός («γῆ καθαρὰ ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων», πάπ.)
2. δαπάνη, έξοδα («ἀπὸ τοῦ ἴσου τελέσματος ἐκκαίδεκα χρυσοῦς θεοὺς ἐπεποίηντο ἄν», Λουκιαν.)
3. επικυρωμένο αντίγραφο, πιστοποιητικό
4. θρησκευτική τελετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του αορ. -τέλεσα του τελῶ + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

τέλεσμα: -ατος, τό (τελέω), χρήματα πληρωμένα ή που πρόκειται να πληρωθούν, πληρωμή, σε Λουκ.

Middle Liddell

τέλεσμα, ατος, τό, τελέω
money paid or to be paid, a payment, outlay, Luc.

Translations

tax

Afrikaans: belasting; Aghwan: 𐕆𐔰𐕙𐔼𐕄; Albanian: taksë, tatim; Amharic: ግብር; Arabic: ضَرِيبَة‎; Egyptian Arabic: رسم‎; Armenian: հարկ; Old Armenian: հարկ, տուրք, բաժ; Assamese: কৰ; Asturian: impuestu; Avar: налог, закат; Azerbaijani: vergi; Bashkir: һалым; Basque: zerga; Belarusian: падатак; Bengali: কর; Bikol Central: buwis; Bulgarian: налог, данък; Burmese: အကောက်, အခွန်; Catalan: impost, taxa; Cebuano: buhis; Chechen: налог; Chinese Cantonese: 稅/税; Dungan: фи; Hakka: 稅/税; Mandarin: 稅/税; Min Bei: 稅/税; Min Dong: 稅/税; Min Nan: 稅/税; Wu: 稅/税; Crimean Tatar: bergi; Czech: daň; Danish: skat; Dutch: belasting, taks; Esperanto: imposto; Estonian: maks; Finnish: vero; French: impôt; Galician: imposto; Georgian: გადასახადი, ბეგარა, ბაჟი; German: Steuer; Gothic: 𐌼𐍉𐍄𐌰, 𐌲𐌹𐌻𐌳; Greek: φόρος; Ancient Greek: ἀπαρχή, ἀποφορά, διαγραφή, ἐπιγραφή, τέλεσμα, τέλος, φόρος; Hebrew: מַס‎; Higaonon: buhis; Hiligaynon: buhis; Hindi: कर, टैक्स; Hungarian: adó; Icelandic: skattur; Ilocano: buis; Indonesian: pajak, cukai; Irish: cáin, cíos; Italian: tassa, imposta, accisa; Japanese: 税, 税金, 租税; Javanese: pajeg, paos; Kapampangan: buis; Kashubian: pòdatk; Kazakh: салық, долық, баж; Khmer: ពន្ធ, តាក់, ភាស៊ី; Korean: 세금(稅金), 세(稅), 조세(租稅); Kurdish Central Kurdish: باج‎; Northern Kurdish: bêş, bac; Kyrgyz: салык, налог; Ladino: taksa, חראגֿ‎; Lao: ພາສີ; Latin: vectigal, geldum, gabella; Latvian: nodoklis; Lithuanian: mokestis; Macedonian: данок; Maguindanao: buis; Malay: cukai; Malayalam: കരം, നികുതി; Manx: keesh; Maori: tāke; Maranao: bois; Middle English: taxe, taske; Mongolian Cyrillic: татвар; Navajo: ínáóltąʼí; Nepali: कर; Norman: taxe; Norwegian Bokmål: skatt, avgift; Nupe: èdú; Occitan: impòst, taxa; Old English: gafol; Ossetian: хъалон, налог; Pashto: مالیه‎, باج‎, ماليات‎; Persian: مالیات‎, تاکس‎, مالیه‎, باج‎, خراج‎; Plautdietsch: Taks; Polish: podatek inan; Portuguese: imposto, tributo; Romanian: taxă, impozit, dare; Russian: налог, сбор, пошлина, дань; Rusyn: дань; Sanskrit: कर; Scottish Gaelic: càin, cìs; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀рез, да̏нак; Roman: pòrez, dȁnak; Shan: ၶွၼ်ႇ; Sicilian: tascia; Sinhalese: බදු; Slovak: daň; Slovene: davek, davščina; Sorbian Lower Sorbian: dank; Upper Sorbian: dań; Spanish: impuesto, tasa, gabela; Swahili: ushuru, kodi; Swedish: skatt; Tagalog: buwis; Tajik: молиёт, андоз, налог, боҷ, хироҷ; Tamil: வரி; Tatar: салым; Telugu: పన్ను; Thai: ภาษี; Tibetan: ཁྲལ; Tocharian B: eñcil; Turkish: vergi, salma; Turkmen: salmak, salgyt; Ukrainian: податок; Urdu: مالیات‎, ٹیکس‎, محصول‎, باج‎; Uyghur: ئېلىق‎, باج‎, يۈك‎, بېسىم‎; Uzbek: soliq, toʻlov, oʻlpon; Vietnamese: thuế; Waray-Waray: buhis; Welsh: treth; Western Kayah: ꤢ꤬ꤗꤥ꤬ꤢ꤬ꤚꤢ; Yiddish: שטײַער‎; Yoruba: owó orí; Zazaki: bêj

contribution

Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג