ἐπιτρέφω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[τρέφω]] ἐπί, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν Ἀνθ. Π. 7. 536. 2) [[καθόλου]], [[τρέφω]], διατηρῶ, γυναῖκας καὶ τὰ εἰς πόλεμον ἄχρηστα ἐπιθρέψειν Ἡρόδ. 8. 142, 144· κακὸν τῇ πόλει Διον. Ἁλ. 10. 6. ΙΙ. Παθ., γεννῶμαι κατόπιν, [[ἐπιγίγνομαι]], ἀνατρέφομαι, ὡς οἱ ἀπόγονοι Λατ. succrescere, ἐκ τούτων δὴ ὧν σφι τῶν δούλων καὶ τῶν γυναικῶν ἐπετράφη [[νεότης]] Ἡρόδ. 4. 3· οἱ [[ὕστερον]] ἐπιτραφέντες βασιλέες ὁ αὐτ. 2. 121, 1· [[καθόλου]], Κῦρον ὁρέων ἐπιτρεφόμενον, τρεφόμενον ὡς διάδοχον, ὅτι ἐμεγάλωνε καὶ ἔμελλε μίαν ἡμέραν νά γείνῃ [[διάδοχος]], ὁ αὐτ. 1. 123, Διον. Ἁλ. 7. 9.
|lstext='''ἐπιτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[τρέφω]] ἐπί, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν Ἀνθ. Π. 7. 536. 2) [[καθόλου]], [[τρέφω]], διατηρῶ, γυναῖκας καὶ τὰ εἰς πόλεμον ἄχρηστα ἐπιθρέψειν Ἡρόδ. 8. 142, 144· κακὸν τῇ πόλει Διον. Ἁλ. 10. 6. ΙΙ. Παθ., γεννῶμαι κατόπιν, [[ἐπιγίγνομαι]], ἀνατρέφομαι, ὡς οἱ ἀπόγονοι Λατ. succrescere, ἐκ τούτων δὴ ὧν σφι τῶν δούλων καὶ τῶν γυναικῶν ἐπετράφη [[νεότης]] Ἡρόδ. 4. 3· οἱ [[ὕστερον]] ἐπιτραφέντες βασιλέες ὁ αὐτ. 2. 121, 1· [[καθόλου]], Κῦρον ὁρέων ἐπιτρεφόμενον, τρεφόμενον ὡς διάδοχον, ὅτι ἐμεγάλωνε καὶ ἔμελλε μίαν ἡμέραν νά γείνῃ [[διάδοχος]], ὁ αὐτ. 1. 123, Διον. Ἁλ. 7. 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιθρέψω;<br /><b>1</b> nourrir sur, faire croître sur;<br /><b>2</b> nourrir <i>ou</i> entretenir auprès de soi;<br /><b>3</b> nourrir après ; <i>Pass.</i> ἐπιτρέφεσθαι se développer ensuite, venir après.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τρέφω]].
}}
}}