Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιτρέφω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0995.png Seite 995]] dazu, noch außerdem ernähren, wachsen lassen, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν Alc. Mess. (VII, 536); bei sich ernähren, beköstigen, Her. 8, 142; übertr., κακὸν τῇ πόλει D. Hal. 10, 7. – Pass. nachwachsen, heranwachsen, Κῦρον ὁρέων ἐπιτρεφόμενον Her. 1, 123; ἐκ τουτέων σφι ἐπετράφη [[νεότης]], junges Volk wuchs ihnen von diesen nach, 4, 3; vgl. 2, 121, 1; D. Hal., z. B. 3, 59; auch übertr., οὐ μικρὸν αὐτῷ [[δέος]] ἐπιτρέφεσθαι νομίσας 7, 9. – Med. βροτοῖς ἐπεθρέψατο χαίτην Man. 3, 291.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0995.png Seite 995]] dazu, noch außerdem ernähren, wachsen lassen, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν Alc. Mess. (VII, 536); bei sich ernähren, beköstigen, Her. 8, 142; übertr., κακὸν τῇ πόλει D. Hal. 10, 7. – Pass. nachwachsen, heranwachsen, Κῦρον ὁρέων ἐπιτρεφόμενον Her. 1, 123; ἐκ τουτέων σφι ἐπετράφη [[νεότης]], junges Volk wuchs ihnen von diesen nach, 4, 3; vgl. 2, 121, 1; D. Hal., z. B. 3, 59; auch übertr., οὐ μικρὸν αὐτῷ [[δέος]] ἐπιτρέφεσθαι νομίσας 7, 9. – Med. βροτοῖς ἐπεθρέψατο χαίτην Man. 3, 291.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[τρέφω]] ἐπί, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν Ἀνθ. Π. 7. 536. 2) [[καθόλου]], [[τρέφω]], διατηρῶ, γυναῖκας καὶ τὰ εἰς πόλεμον ἄχρηστα ἐπιθρέψειν Ἡρόδ. 8. 142, 144· κακὸν τῇ πόλει Διον. Ἁλ. 10. 6. ΙΙ. Παθ., γεννῶμαι κατόπιν, [[ἐπιγίγνομαι]], ἀνατρέφομαι, ὡς οἱ ἀπόγονοι Λατ. succrescere, ἐκ τούτων δὴ ὧν σφι τῶν δούλων καὶ τῶν γυναικῶν ἐπετράφη [[νεότης]] Ἡρόδ. 4. 3· οἱ [[ὕστερον]] ἐπιτραφέντες βασιλέες ὁ αὐτ. 2. 121, 1· [[καθόλου]], Κῦρον ὁρέων ἐπιτρεφόμενον, τρεφόμενον ὡς διάδοχον, ὅτι ἐμεγάλωνε καὶ ἔμελλε μίαν ἡμέραν νά γείνῃ [[διάδοχος]], ὁ αὐτ. 1. 123, Διον. Ἁλ. 7. 9.
}}
}}