ἐγκαλέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκᾰλέω''': μέλλ. ἐγκαλέσω, Ἀττ. ἐγκαλῶ, ἀκριβῶς ὡς ὁ ἐνεστώς· πρκμ. ἐγκέκληκα: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ δικαστικῶς, εἰ δόξαιμι μηδὲν προσῆκον τοσαῦτα χρήματα ἐγκαλέσαι Ἰσοκρ. 358Α, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, Δημ. 877. 21., 949. 1: - [[καθόλου]], ἀπαιτῶ τι ὡς ὀφειλόμενον εἰς ἐμέ, Λυσ. 98. 37. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν, [[εἰσάγω]] καταγγελίαν [[ἐναντίον]] τινός, ἐγκαλῶ: - Σύνταξ. [[μετὰ]] δοτικ. προσ. καὶ αἰτιατ. πράγμ., [[εἰσάγω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, κατάγγέλλω τινὰ διά τι, φόνον ἐγκ. τινι Σοφ. Ἠλ. 778, Πλάτ. Ἀπολ. 26C, κτλ.· ἐγκ. ἔγκλημά τινι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκ. 14, [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 35· [[ὡσαύτως]], χόλον κατ’ αὐτῶν ἐγκ. Σοφ. Φ. 328: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐγκ. τινι ὅτι... Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· μετ’ ἀπαρ., ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν Θουκ. 4. 123· [[μετὰ]] μετοχῆς, ἐγκ. αὐτοῖς ἀμελοῦσιν Πλάτ. Πρωτ. 346Α· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, κατηγορῶ, Ἀντιφῶν 126. 8, Πλάτ. Κρίτων 50C, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. πράγμ. μόνον, [[εἰσάγω]] ὡς καταγγελίαν ἢ κατηγορίαν, εἰ δέ τι [[ἄλλο]] ἐνεκάλουν Θουκ. 5. 46, πρβλ. 6. 53· τὸ [[νεῖκος]] ἐγκαλεῖν, ἐπιρρίπτειν τὴν αἰτίαν τῆς ἔριδος εἰς ἕτερον, Σοφ. Ο. Τ. 702· ἀπολ., οἱ ἐγκαλέσαντες Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 30, 11: - σπανίως [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς βραδύτητος αὐτοῖς ἐνεκάλει Πλουτ. Ἀριστείδ. 10: - Παθ., ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ..., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 21· πρβλ. [[ἔγκλημα]]. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, [[ἐνάγω]] εἰς [[δικαστήριον]], ἐγκαλῶ, [[διώκω]], Δημ. 907. 6· ἐγκ. δίκην τινὶ ὁ αὐτ. 1014· 8· ἐγκ. τινὶ [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 48C. 4) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. κατηγορῶ, τινὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 2· [[φέρω]] κατηγορίαν, [[πρός]] τινα Εὐρ. Μελανίππ. 9, (ἐν τοῖς Ἀποσπάσμασι). ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, οὗτοι δ’ εἰσὶ καὶ οἱ ἐγκαλοῦντες (ἐπικαλοῦντες· Meineke) τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Στράβων 649.
|lstext='''ἐγκᾰλέω''': μέλλ. ἐγκαλέσω, Ἀττ. ἐγκαλῶ, ἀκριβῶς ὡς ὁ ἐνεστώς· πρκμ. ἐγκέκληκα: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ δικαστικῶς, εἰ δόξαιμι μηδὲν προσῆκον τοσαῦτα χρήματα ἐγκαλέσαι Ἰσοκρ. 358Α, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, Δημ. 877. 21., 949. 1: - [[καθόλου]], ἀπαιτῶ τι ὡς ὀφειλόμενον εἰς ἐμέ, Λυσ. 98. 37. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν, [[εἰσάγω]] καταγγελίαν [[ἐναντίον]] τινός, ἐγκαλῶ: - Σύνταξ. [[μετὰ]] δοτικ. προσ. καὶ αἰτιατ. πράγμ., [[εἰσάγω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, κατάγγέλλω τινὰ διά τι, φόνον ἐγκ. τινι Σοφ. Ἠλ. 778, Πλάτ. Ἀπολ. 26C, κτλ.· ἐγκ. ἔγκλημά τινι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκ. 14, [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 35· [[ὡσαύτως]], χόλον κατ’ αὐτῶν ἐγκ. Σοφ. Φ. 328: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐγκ. τινι ὅτι... Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· μετ’ ἀπαρ., ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν Θουκ. 4. 123· [[μετὰ]] μετοχῆς, ἐγκ. αὐτοῖς ἀμελοῦσιν Πλάτ. Πρωτ. 346Α· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, κατηγορῶ, Ἀντιφῶν 126. 8, Πλάτ. Κρίτων 50C, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. πράγμ. μόνον, [[εἰσάγω]] ὡς καταγγελίαν ἢ κατηγορίαν, εἰ δέ τι [[ἄλλο]] ἐνεκάλουν Θουκ. 5. 46, πρβλ. 6. 53· τὸ [[νεῖκος]] ἐγκαλεῖν, ἐπιρρίπτειν τὴν αἰτίαν τῆς ἔριδος εἰς ἕτερον, Σοφ. Ο. Τ. 702· ἀπολ., οἱ ἐγκαλέσαντες Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 30, 11: - σπανίως [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς βραδύτητος αὐτοῖς ἐνεκάλει Πλουτ. Ἀριστείδ. 10: - Παθ., ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ..., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 21· πρβλ. [[ἔγκλημα]]. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, [[ἐνάγω]] εἰς [[δικαστήριον]], ἐγκαλῶ, [[διώκω]], Δημ. 907. 6· ἐγκ. δίκην τινὶ ὁ αὐτ. 1014· 8· ἐγκ. τινὶ [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 48C. 4) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. κατηγορῶ, τινὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 2· [[φέρω]] κατηγορίαν, [[πρός]] τινα Εὐρ. Μελανίππ. 9, (ἐν τοῖς Ἀποσπάσμασι). ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, οὗτοι δ’ εἰσὶ καὶ οἱ ἐγκαλοῦντες (ἐπικαλοῦντες· Meineke) τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Στράβων 649.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐγκαλέσω, <i>ao.</i> [[ἐνεκάλεσα]], <i>pf.</i> ἐγκέκληκα, <i>f. Pass.</i> ἐγκληθήσομαι;<br /><b>1</b> réclamer, acc.;<br /><b>2</b> reprocher, accuser ; adresser un reproche, une accusation : τινί [[τι]], [[τι]] [[κατά]] τινος accuser qqn de qch ; τινι [[ὅτι]] <i>ou</i> τινι avec l’inf. accuser qqn de ; ἐγκ. [[τι]] blâmer qch ; ἐγκ. [[νεῖκος]] SOPH accuser qqn d’être l’auteur d’une querelle ; <i>particul.</i> accuser en justice : τινί [[τι]] qqn de qch ; τινι [[δίκην]] DÉM intenter une accusation à qqn ; τινι [[περί]] τινος ISOCR à qqn sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καλέω]].
}}
}}