Anonymous

ἐγκαλέω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0704.png Seite 704]] (s. [[καλέω]]), 1) eigtl., <b class="b2">zurufen</b>, τινί τι, bes. – a) um ihn zu mahnen, eine Schuld einfordern; Xen. An. 7, 7, 33; [[χρέος]] Isocr. 21, 14; τὰς τριακοσίας δραχμάς 17, 44; ὅτε τὰς [[ὀγδοήκοντα]] μνᾶς ἐνεκάλεις Dem. 51, 6; immer schon mit dem Nebenbegriff des gerichtlichen Eintreibens; vgl. aber 33, 25 μὴ ὅτι δικάσασθαι ἀλλ' οὐδ' ἐγκαλέσαι μοι ἐτόλμησεν. – b) Allgem., eine Schuld <b class="b2">vorwerfen</b>, Schuld geben; οἱ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν, ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν Xen. An. 7, 5, 7; vgl. Thuc. 5, 46; Plat. Prot. 346 a; neben μέμψασθαι Dem. 19, 58; gew. τινί τι, Einem Etwas vorwerfen; ἐμοὶ φόνους πατρῴους Soph. El. 768; τοῦτ' ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς Plat. Apol, 26 c, u. öfter; ἀδικίαν τοῖς νόμοις Plut. Lyc. 18; selten τινί τινος, Arist. 10. Bes. – c) gerichtlich über Etwas <b class="b2">belangen</b>; ἀπορῶν ὅ τι ἐγκαλοῖς ἐμοὶ ἀληθὲς [[ἀδίκημα]] Plat. Apol. 27 e; οὐδεμίαν [[πώποτε]] δίκην πρὸς ὑμᾶς εἰσήλθομεν οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὔτ' ἐγκαλούμενοι ὑφ' ἑτέρων Dem. 34, 1; δίκας τινί, 40, 19; περὶ τῶν φονικῶν Isocr. 4, 40; προδοσίαν τινί, D. Hal. 9, 8. Im pass. sowohl τῇ τύχῃ ἐγκαλεῖται, wird der Vorwurf gemacht, Arist. Eth. 4, 1, als ἐγκαλοῦμαι, ich werde angeklagt, bes. Sp., ὑπὲρ ὧν ἐνεκαλοῦντο D. Hal. 7, 46; – τὰ ἐγκαλούμενα, Vorwürfe, Beschuldigungen, Pol. 5, 27, 5. – Das med. = act. in einem Zeugniß bei Aesch, 1, 66, ist zweifelhaft. – 2) <b class="b2">anrufen</b>, herbeirufen; τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Strab. XIV p. 649.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0704.png Seite 704]] (s. [[καλέω]]), 1) eigtl., <b class="b2">zurufen</b>, τινί τι, bes. – a) um ihn zu mahnen, eine Schuld einfordern; Xen. An. 7, 7, 33; [[χρέος]] Isocr. 21, 14; τὰς τριακοσίας δραχμάς 17, 44; ὅτε τὰς [[ὀγδοήκοντα]] μνᾶς ἐνεκάλεις Dem. 51, 6; immer schon mit dem Nebenbegriff des gerichtlichen Eintreibens; vgl. aber 33, 25 μὴ ὅτι δικάσασθαι ἀλλ' οὐδ' ἐγκαλέσαι μοι ἐτόλμησεν. – b) Allgem., eine Schuld <b class="b2">vorwerfen</b>, Schuld geben; οἱ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν, ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν Xen. An. 7, 5, 7; vgl. Thuc. 5, 46; Plat. Prot. 346 a; neben μέμψασθαι Dem. 19, 58; gew. τινί τι, Einem Etwas vorwerfen; ἐμοὶ φόνους πατρῴους Soph. El. 768; τοῦτ' ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς Plat. Apol, 26 c, u. öfter; ἀδικίαν τοῖς νόμοις Plut. Lyc. 18; selten τινί τινος, Arist. 10. Bes. – c) gerichtlich über Etwas <b class="b2">belangen</b>; ἀπορῶν ὅ τι ἐγκαλοῖς ἐμοὶ ἀληθὲς [[ἀδίκημα]] Plat. Apol. 27 e; οὐδεμίαν [[πώποτε]] δίκην πρὸς ὑμᾶς εἰσήλθομεν οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὔτ' ἐγκαλούμενοι ὑφ' ἑτέρων Dem. 34, 1; δίκας τινί, 40, 19; περὶ τῶν φονικῶν Isocr. 4, 40; προδοσίαν τινί, D. Hal. 9, 8. Im pass. sowohl τῇ τύχῃ ἐγκαλεῖται, wird der Vorwurf gemacht, Arist. Eth. 4, 1, als ἐγκαλοῦμαι, ich werde angeklagt, bes. Sp., ὑπὲρ ὧν ἐνεκαλοῦντο D. Hal. 7, 46; – τὰ ἐγκαλούμενα, Vorwürfe, Beschuldigungen, Pol. 5, 27, 5. – Das med. = act. in einem Zeugniß bei Aesch, 1, 66, ist zweifelhaft. – 2) <b class="b2">anrufen</b>, herbeirufen; τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Strab. XIV p. 649.
}}
{{ls
|lstext='''ἐγκᾰλέω''': μέλλ. ἐγκαλέσω, Ἀττ. ἐγκαλῶ, ἀκριβῶς ὡς ὁ ἐνεστώς· πρκμ. ἐγκέκληκα: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ δικαστικῶς, εἰ δόξαιμι μηδὲν προσῆκον τοσαῦτα χρήματα ἐγκαλέσαι Ἰσοκρ. 358Α, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, Δημ. 877. 21., 949. 1: - [[καθόλου]], ἀπαιτῶ τι ὡς ὀφειλόμενον εἰς ἐμέ, Λυσ. 98. 37. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν, [[εἰσάγω]] καταγγελίαν [[ἐναντίον]] τινός, ἐγκαλῶ: - Σύνταξ. [[μετὰ]] δοτικ. προσ. καὶ αἰτιατ. πράγμ., [[εἰσάγω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, κατάγγέλλω τινὰ διά τι, φόνον ἐγκ. τινι Σοφ. Ἠλ. 778, Πλάτ. Ἀπολ. 26C, κτλ.· ἐγκ. ἔγκλημά τινι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκ. 14, [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 35· [[ὡσαύτως]], χόλον κατ’ αὐτῶν ἐγκ. Σοφ. Φ. 328: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐγκ. τινι ὅτι... Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· μετ’ ἀπαρ., ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν Θουκ. 4. 123· [[μετὰ]] μετοχῆς, ἐγκ. αὐτοῖς ἀμελοῦσιν Πλάτ. Πρωτ. 346Α· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, κατηγορῶ, Ἀντιφῶν 126. 8, Πλάτ. Κρίτων 50C, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. πράγμ. μόνον, [[εἰσάγω]] ὡς καταγγελίαν ἢ κατηγορίαν, εἰ δέ τι [[ἄλλο]] ἐνεκάλουν Θουκ. 5. 46, πρβλ. 6. 53· τὸ [[νεῖκος]] ἐγκαλεῖν, ἐπιρρίπτειν τὴν αἰτίαν τῆς ἔριδος εἰς ἕτερον, Σοφ. Ο. Τ. 702· ἀπολ., οἱ ἐγκαλέσαντες Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 30, 11: - σπανίως [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς βραδύτητος αὐτοῖς ἐνεκάλει Πλουτ. Ἀριστείδ. 10: - Παθ., ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ..., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 21· πρβλ. [[ἔγκλημα]]. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, [[ἐνάγω]] εἰς [[δικαστήριον]], ἐγκαλῶ, [[διώκω]], Δημ. 907. 6· ἐγκ. δίκην τινὶ ὁ αὐτ. 1014· 8· ἐγκ. τινὶ [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 48C. 4) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. κατηγορῶ, τινὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 2· [[φέρω]] κατηγορίαν, [[πρός]] τινα Εὐρ. Μελανίππ. 9, (ἐν τοῖς Ἀποσπάσμασι). ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, οὗτοι δ’ εἰσὶ καὶ οἱ ἐγκαλοῦντες (ἐπικαλοῦντες· Meineke) τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Στράβων 649.
}}
}}