ἀπέχω: Difference between revisions

1,515 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπέχω''': μέλλ. ἀφέξω καὶ (ἐν Ὀδ. Τ. 572) [[ἀποσχήσω]]: ἀόρ. ἀπέσχον: - κρατῶ [[μακράν]], ἀπομακρύνω, [[ἀποκρούω]], αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς «ἀποστήσῃ» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Ζ. 96, 277· νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα Ὀδ. Ο. 33· Εὐβοίης ἀπέχειν... αἶγας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 20, πρβλ. 22· ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον Αἰσχύλ. Ἀγ. (1094) πρβλ. Πρ. 687. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ., κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω πάντων μνηστήρων Ὀδ. Υ. 263, πρβλ. Spitzn Ἰλ. Α. 97. 3) [[μετὰ]] προθ., κληῖδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσιν (ἐν τμήσει), «διείργουσι τὸν αὐχένα ἀπὸ τῶν ὤμων» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 324· [[οὕτως]], ἀπ. [[παρά]] τινος Εὐρ. Βάκχ. 427. 4) μετ’ αἰτιατ. μόνον, τηρῶ [[μακράν]], σκοτεινὸν ἀπ. ψόγον Πινδ. Ν. 7. 89· ἀπ. [[φάσγανον]] Εὐρ. Ὀρ. 1519. 5) οὐδὲν ἀπέχει μετ’ ἀπαρεμ. οὐδὲν ἐμποδίζει, οὐδὲν κωλύει τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Κρατ. 407Β, Πλούτ. 2. 433Α. ΙΙ. Μέσ., κακῶν ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαι (ἐν τμήσει), ἔχειν τὰς χεῖρας μακρὰν τῶν κακῶν, «κακῶν ἀπέχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 316· κυάμων ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθε (ἐν τμήσει) = ἀπέχεσθαι Ἐμπεδ. 451· ἀθανάτων δ’ ἀπέχειν χεῖρας, τῶν ἀθανάτων [[εἶναι]] καθῆκον νὰ ἔχωσι τὰς χεῖρας αὐτῶν μακρὰν ἡμῶν, ἀλλ’ ὁ σχολ. ἑρμηνεύει: «μὴ πλησιάζειν ἡμᾶς τοῖς θεοῖς». Αἰσχύλ. Εὐμ. 350, πρβλ. Ἱκ. 756, Πλάτ. Συμπ. 213D, 214D: ἀλλὰ πρὸ πάντων. 2) ἀπέχεσθαί τινος, τηρῶ ἐμαυτὸν μακρὰν ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἢ [[ἀπομακρύνομαι]] [[αὐτοῦ]], πολέμου Ἰλ. Θ. 35, κτλ.· βοῶν Ὀδ. Μ. 321· οὐδὲ... σεῦ ἀφέξομαι, «φείσομαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 489· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 66., 4. 118, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 20, κτλ.· ἐν τῷ παθ. πρκμ. [[μηδὲ]] τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον Δημ. 828. 12· ἀγορᾶς ἀπεσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 7. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι, ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, Θουκ. 5. 25· λαμβάνειν ἀπέσχετο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 10· [[οὕτως]], ἀπέχεσθαι τοῦ πονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἀπέσχοντο οὐδ. ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐχὶ πλεονεκτεῖν αὐτῶν πειρᾶσθαι ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 6, 32, Πλάτ. Πολ. 354Β. 4) ἀπολύτως, τηρῶ ἐμαυτὸν [[μακράν]], ἀπέχομαι, Δημ. 534. 12. ΙΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ, εἶμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν. τόπου, τῆς πόλεως οὐ πολλὴν ὁδὸν ἀπέχει Θουκ. 6. 67· [[οὕτως]], ἀπ. ἀπὸ Βαβυλῶνος κτλ., Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. 3. 26 κ. ἀλλ.· ἀπὸ θαλάττης... [[δώδεκα]] ὁδὸν ἡμερῶν ἀπ. Εὔφρων ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀπ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδὸν Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3· πλεῖστον ἀπ. κατὰ τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3· ἀπ. τὴν ἡμίσειαν [[διάμετρον]] ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 13, 8, κτλ. 2) ἐπὶ πράξεων, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ.., ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον, ἀπεῖχον οὐδὲν ἧττον... Ἡρόδ. 1. 67· ἀπέχειν τοῦ λέγειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 227D, 130C· ἀπέχει τοῦ μὴ [πράττειν] Δημ. 527. 21· τοσοῦτ’ ἀπέχει [τις] (ἐνν. τοῦ μὴ κωλύειν) ὁ αὐτ. 533. 21· πλεῖστον ἀπ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62. 3) [[καθόλου]], εἶμαι πολὺ μακρὰν ἀπὸ.., πολιτείας, μοναρχίας, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2., 4. 6, 8, κ. ἀλλ.· τοῦ μέσου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 7. IV. ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] τι πλῆρες, τὴν ἀπόκρισιν Αἰσχίν. 34. 35· τὸ [[χρέος]] ὥς ἀπέχεις, λαμβάνεις πλῆρες, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 57· ἀπ. τὸν μισθὸν Πλουτ. Σόλων 22, Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 2, κ. ἀλλ.· καρπὸν ἀπ. τῶν πονηθέντων Πλουτ. Θεμ. 17· ἀπ. [[χάριν]], λαμβάνειν εὐχαριστίας, πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. 2. 3· σ. 243, Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 124Ε. 2) ἀπροσ., ἀπέχει, [[εἶναι]] ἱκανόν, ἀρκεῖ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ιδ΄, 41, πρβλ. Ἀνακρέοντ. 15. 33, Ἡσύχ.
|lstext='''ἀπέχω''': μέλλ. ἀφέξω καὶ (ἐν Ὀδ. Τ. 572) [[ἀποσχήσω]]: ἀόρ. ἀπέσχον: - κρατῶ [[μακράν]], ἀπομακρύνω, [[ἀποκρούω]], αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς «ἀποστήσῃ» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Ζ. 96, 277· νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα Ὀδ. Ο. 33· Εὐβοίης ἀπέχειν... αἶγας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 20, πρβλ. 22· ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον Αἰσχύλ. Ἀγ. (1094) πρβλ. Πρ. 687. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ., κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω πάντων μνηστήρων Ὀδ. Υ. 263, πρβλ. Spitzn Ἰλ. Α. 97. 3) [[μετὰ]] προθ., κληῖδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσιν (ἐν τμήσει), «διείργουσι τὸν αὐχένα ἀπὸ τῶν ὤμων» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 324· [[οὕτως]], ἀπ. [[παρά]] τινος Εὐρ. Βάκχ. 427. 4) μετ’ αἰτιατ. μόνον, τηρῶ [[μακράν]], σκοτεινὸν ἀπ. ψόγον Πινδ. Ν. 7. 89· ἀπ. [[φάσγανον]] Εὐρ. Ὀρ. 1519. 5) οὐδὲν ἀπέχει μετ’ ἀπαρεμ. οὐδὲν ἐμποδίζει, οὐδὲν κωλύει τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Κρατ. 407Β, Πλούτ. 2. 433Α. ΙΙ. Μέσ., κακῶν ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαι (ἐν τμήσει), ἔχειν τὰς χεῖρας μακρὰν τῶν κακῶν, «κακῶν ἀπέχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 316· κυάμων ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθε (ἐν τμήσει) = ἀπέχεσθαι Ἐμπεδ. 451· ἀθανάτων δ’ ἀπέχειν χεῖρας, τῶν ἀθανάτων [[εἶναι]] καθῆκον νὰ ἔχωσι τὰς χεῖρας αὐτῶν μακρὰν ἡμῶν, ἀλλ’ ὁ σχολ. ἑρμηνεύει: «μὴ πλησιάζειν ἡμᾶς τοῖς θεοῖς». Αἰσχύλ. Εὐμ. 350, πρβλ. Ἱκ. 756, Πλάτ. Συμπ. 213D, 214D: ἀλλὰ πρὸ πάντων. 2) ἀπέχεσθαί τινος, τηρῶ ἐμαυτὸν μακρὰν ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἢ [[ἀπομακρύνομαι]] [[αὐτοῦ]], πολέμου Ἰλ. Θ. 35, κτλ.· βοῶν Ὀδ. Μ. 321· οὐδὲ... σεῦ ἀφέξομαι, «φείσομαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 489· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 66., 4. 118, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 20, κτλ.· ἐν τῷ παθ. πρκμ. [[μηδὲ]] τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον Δημ. 828. 12· ἀγορᾶς ἀπεσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 7. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι, ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, Θουκ. 5. 25· λαμβάνειν ἀπέσχετο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 10· [[οὕτως]], ἀπέχεσθαι τοῦ πονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἀπέσχοντο οὐδ. ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐχὶ πλεονεκτεῖν αὐτῶν πειρᾶσθαι ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 6, 32, Πλάτ. Πολ. 354Β. 4) ἀπολύτως, τηρῶ ἐμαυτὸν [[μακράν]], ἀπέχομαι, Δημ. 534. 12. ΙΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ, εἶμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν. τόπου, τῆς πόλεως οὐ πολλὴν ὁδὸν ἀπέχει Θουκ. 6. 67· [[οὕτως]], ἀπ. ἀπὸ Βαβυλῶνος κτλ., Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. 3. 26 κ. ἀλλ.· ἀπὸ θαλάττης... [[δώδεκα]] ὁδὸν ἡμερῶν ἀπ. Εὔφρων ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀπ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδὸν Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3· πλεῖστον ἀπ. κατὰ τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3· ἀπ. τὴν ἡμίσειαν [[διάμετρον]] ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 13, 8, κτλ. 2) ἐπὶ πράξεων, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ.., ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον, ἀπεῖχον οὐδὲν ἧττον... Ἡρόδ. 1. 67· ἀπέχειν τοῦ λέγειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 227D, 130C· ἀπέχει τοῦ μὴ [πράττειν] Δημ. 527. 21· τοσοῦτ’ ἀπέχει [τις] (ἐνν. τοῦ μὴ κωλύειν) ὁ αὐτ. 533. 21· πλεῖστον ἀπ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62. 3) [[καθόλου]], εἶμαι πολὺ μακρὰν ἀπὸ.., πολιτείας, μοναρχίας, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2., 4. 6, 8, κ. ἀλλ.· τοῦ μέσου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 7. IV. ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] τι πλῆρες, τὴν ἀπόκρισιν Αἰσχίν. 34. 35· τὸ [[χρέος]] ὥς ἀπέχεις, λαμβάνεις πλῆρες, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 57· ἀπ. τὸν μισθὸν Πλουτ. Σόλων 22, Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 2, κ. ἀλλ.· καρπὸν ἀπ. τῶν πονηθέντων Πλουτ. Θεμ. 17· ἀπ. [[χάριν]], λαμβάνειν εὐχαριστίας, πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. 2. 3· σ. 243, Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 124Ε. 2) ἀπροσ., ἀπέχει, [[εἶναι]] ἱκανόν, ἀρκεῖ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ιδ΄, 41, πρβλ. Ἀνακρέοντ. 15. 33, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπεῖχον, <i>f.</i> [[ἀφέξω]], <i>ao.</i> [[ἀπέσχον]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tenir éloigné : ἀπ. [[νῆα]] νήσων OD retenir un vaisseau loin des îles ; éloigner : Τυδέος υἱὸν ἀπ. Ἰλίου IL éloigner d’Ilion le fils de Tydée ; [[τᾶς]] βοὸς τὸν ταῦρον ESCHL éloigner le taureau de la génisse ; ἀπ. τινί [[τι]] écarter de qqn (une menace, un danger, <i>etc.</i>) ; protéger qqn contre qch ; οὐδὲν ἀπέχει avec l’inf. rien n’empêche de;<br /><b>2</b> tenir de la main de qqn, recevoir : μισθόν un salaire ; καρπόν recueillir le fruit de;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> être distant, éloigné de, gén. <i>ou</i> avec [[ἀπό]] ; <i>fig.</i> être éloigné : [[τοῦ]] λέγειν, [[τοῦ]] ποιεῖν ISOCR de dire, de faire;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπέχομαι (<i>f.</i> ἀφέξομαι, <i>ao.2</i> ἀπεσχόμην, <i>pf.</i> [[ἀπέσχημαι]]);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> tenir éloigné, éloigner : ἀθανάτων ἀπ. χεῖρας ESCHL tenir ses mains éloignées des immortels, se garder de toucher aux immortels;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se tenir éloigné de, s’abstenir : πολέμου IL de combattre ; τινος OD épargner qqn ; ἀπ. [[τοῦ]] et l’inf., [[μή]] et l’inf., τὸ [[μή]] et l’inf. : s’abstenir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἔχω]].
}}
}}