στράγγευμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στράγγευμα''': τό, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]] ἢ βραδύτης, [[ἀργοπορία]], πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.
|lstext='''στράγγευμα''': τό, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]] ἢ βραδύτης, [[ἀργοπορία]], πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />hésitation, lenteur.<br />'''Étymologie:''' [[στραγγεύομαι]].
}}
}}