στράγγευμα

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράγγευμα Medium diacritics: στράγγευμα Low diacritics: στράγγευμα Capitals: ΣΤΡΑΓΓΕΥΜΑ
Transliteration A: strángeuma Transliteration B: strangeuma Transliteration C: straggevma Beta Code: stra/ggeuma

English (LSJ)

-ατος, τό, act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).

German (Pape)

[Seite 950] τό, = σταγγεία, zw.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
hésitation, lenteur.
Étymologie: στραγγεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

στράγγευμα: ατος τό колебание, медлительность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στράγγευμα: τό, δισταγμός, ὄκνος ἢ βραδύτης, ἀργοπορία, πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.

Greek Monolingual

τὸ, Α στραγγεύω
(αμφβλ. ανάγν.) καθυστέρηση, αναβολή.