3,274,408
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὥσπερ''': ἢ ὥς περ, ἐπίρρ., τρόπου, ὡς, [[καθώς]], ζῇν [[ὥσπερ]] ἤδη ζῇς Σοφ. Φιλ. 1396· ἐσώζετ’ ἂν ..., [[ὥσπερ]] οὐχὶ σώζεται [[αὐτόθι]] 994· ἀλλὰ τὸ [[ῥῆμα]] συνηθέστερον παραλείπεται ἐννοούμενον εὐκόλως, οὔ τι κατακρύπτουσιν ..., [[ὥσπερ]] Κύκλωπες Ὀδ. Η. 206, πρβλ. Β. 333, Ἰλ. Δ. 263, Ξ. 50· [[ἔξεστι]] δ’, [[ὥσπερ]] Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν .. Ἀριστοφ. Βάτρ. 303· τεταγμένοι [[ὥσπερ]] ἔμελλον Θουκ. 4. 93· τοῖς ἠτυχηκόσιν [[ὥσπερ]] ἐγὼ Δημ. 1101. 6· ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] παρεμβάλλει λέξιν τινὰ μεταξὺ τοῦ ὡς καὶ τοῦ περ, π. χ. ὡς σὺ περ αὐτή, ὡς τοπάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Ὀδ. Τ. 885, Ἰλ. Ε. 806, Α. 211· - ὡς παραδείγματος [[χάριν]], [[ὅταν]] χορὸς ... γίγνηται, [[ὥσπερ]] ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 12. - Τὸ [[ὥσπερ]] διαφέρει τοῦ ὡς παρ’ Ὁμήρ., καθ’ ὄσον σπανίως ἔχει προηγούμενόν τι ῥητῶς ἐκπεφρασμένον ὡς ἐν Ὀδ. Τ. 312, ὧδ., ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ· ἐν Ἰλ. Ω. 487, τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]]· ἢ ἐν Ἡσ. Θ. 402, ὥς δ’ [[αὔτως]]..., [[ὥσπερ]] ὑπέστη· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. τὸ [[ὥσπερ]] [[εἶναι]] συνηθέστατον [[μετὰ]] δεικτικά· πρὸ τοῦ [[οὕτως]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 188· μετ’ αὐτό, Σοφ. Τραχ. 475, κλπ.· [[ὥσπερ]] καί ..., οὕτω καὶ .. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· [[ὥσπερ]] ..., ὦδε ..., Σοφ. Ο. Τ. 276· [[τοιοῦτος]] [[ὥσπερ]] Πλάτ. Πρωτ. 327D· - [[αὐτοῦ]] [[ὥσπερ]] εἶχον, καθὼς ἦσαν, Ἡρόδ. 2. 121, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 1235· εὐθὺς [[ὥσπερ]] εἶχεν Ξεν. Ἀν. 4. 1, 19· εὐθὺς [[ὥσπερ]] ἔτυχε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 1, 19· - [[μετὰ]] γεν., [[ὥσπερ]] ἔχει δόξης Πλάτ. Πολ. 612D· - ἐπιτεταμένον, [[ὥσπερ]] γε, ἀκριβῶς [[καθώς]], Ἀριστοφ. Νεφ. 673· - [[ὥσπερ]] καί, καθὼς καί, ὡς καὶ ἐγώ περ Ἰλ. Ζ. 477· [[ὥσπερ]] καὶ [[ἄλλο]] Θουκ. 1. 142· κλπ.· - [[ὥσπερ]] [[ὡσαύτως]] ἀκολουθεῖ [[μετὰ]] τὸ [[ἴσος]], ὡς τὸ καὶ ἐν Ὀδ. Υ. 281, μοῖραν ... ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532· οὕτω [[μετὰ]] τὸ ὁ [[αὐτός]], Πλάτ. Φαίδ. 86Α, Δημ. 119. 25· [[μετὰ]] τὰς λ. [[ὅμοιος]], ὁμοίως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311, Θουκ. 4. 34. 2) [[ὥσπερ]] ἂν [[μετὰ]] ὑποτακτ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ· [[μετὰ]] εὐκτ. [[ὥσπερ]] ἄν τις... λέγοι, [[ἔνθα]] ἠδύνατο νὰ τεθῇ ὡσπερανεὶ Πλάτ. Φαίδ. 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 14. ΙΙ. περιορίζει ἢ τροποποιεῖ ἰσχυρισμόν τινα ὡς τὸ ὡσπερεί, [[οἱονεί]], ὡς ἐάν, Λατ. tanquam, [[ὥσπερ]] ἀκονιτὶ Θουκυδ. 4. 73· τὸν ἐγκέφαλον [[ὥσπερ]] σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ἀριστοφάν. Νεφ. 1276, πρβλ. Εἰρ. 234· ἅμα μὲν ... [[ὥσπερ]] ὑπεφθόνει Ξεν. Κύρ. 4. 1, 13, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Ε, Φαίδων 88Ε, Κρατύλ. 384C· - καὶ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] μετοχῆς ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, [[ὥσπερ]] ἐγγελῶσα Σοφ. Ἠλ. 277· [[ὥσπερ]] ἐντεταμένου τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86Β· [[ὥσπερ]] ἐξόν, ὡς ἐὰν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μας, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 14· σιωπῇ ἐδείπνουν, [[ὥσπερ]] τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς (ἀντὶ [[ὥσπερ]] εἰ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς εἴη) Ξεν. Συμπ. 1, 11, πρβλ. Ἀπομν. 2. 3, 3· οὕτω κατὰ τὴν μεταβολὴν συντάξεως, [[ὥσπερ]] τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην ..., καὶ [[οὔτε]] ... οἷόν τε εἴη γενέσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· - τὴν [[ὥσπερ]] ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν, [[κάθισμα]] ὡς τὸ ἐπὶ τοῦ δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7, 5. ΙΙΙ. σπανίως ἐπὶ χρόνου. 1) [[ὥσπερ]] ἂν = ἕως ἄν, ἐφ’ ὅσον, ἢν ἐν ὅσω, (πρβλ. ὡς Β. V. 2), [[ὥσπερ]] ὰν ζῶ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1361 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον καθ’ οἱονδήποτε τρόπον). 2) εὐθὺς ὡς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 24. IV. [[μετὰ]] συγκριτικὸν (πρβλ. ὡς Β. ΙΙΙ. 2), Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 16. - Πρβλ. ὡσπερεί, [[ὥσπερ]], οὖν. | |lstext='''ὥσπερ''': ἢ ὥς περ, ἐπίρρ., τρόπου, ὡς, [[καθώς]], ζῇν [[ὥσπερ]] ἤδη ζῇς Σοφ. Φιλ. 1396· ἐσώζετ’ ἂν ..., [[ὥσπερ]] οὐχὶ σώζεται [[αὐτόθι]] 994· ἀλλὰ τὸ [[ῥῆμα]] συνηθέστερον παραλείπεται ἐννοούμενον εὐκόλως, οὔ τι κατακρύπτουσιν ..., [[ὥσπερ]] Κύκλωπες Ὀδ. Η. 206, πρβλ. Β. 333, Ἰλ. Δ. 263, Ξ. 50· [[ἔξεστι]] δ’, [[ὥσπερ]] Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν .. Ἀριστοφ. Βάτρ. 303· τεταγμένοι [[ὥσπερ]] ἔμελλον Θουκ. 4. 93· τοῖς ἠτυχηκόσιν [[ὥσπερ]] ἐγὼ Δημ. 1101. 6· ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] παρεμβάλλει λέξιν τινὰ μεταξὺ τοῦ ὡς καὶ τοῦ περ, π. χ. ὡς σὺ περ αὐτή, ὡς τοπάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Ὀδ. Τ. 885, Ἰλ. Ε. 806, Α. 211· - ὡς παραδείγματος [[χάριν]], [[ὅταν]] χορὸς ... γίγνηται, [[ὥσπερ]] ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 12. - Τὸ [[ὥσπερ]] διαφέρει τοῦ ὡς παρ’ Ὁμήρ., καθ’ ὄσον σπανίως ἔχει προηγούμενόν τι ῥητῶς ἐκπεφρασμένον ὡς ἐν Ὀδ. Τ. 312, ὧδ., ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ· ἐν Ἰλ. Ω. 487, τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]]· ἢ ἐν Ἡσ. Θ. 402, ὥς δ’ [[αὔτως]]..., [[ὥσπερ]] ὑπέστη· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. τὸ [[ὥσπερ]] [[εἶναι]] συνηθέστατον [[μετὰ]] δεικτικά· πρὸ τοῦ [[οὕτως]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 188· μετ’ αὐτό, Σοφ. Τραχ. 475, κλπ.· [[ὥσπερ]] καί ..., οὕτω καὶ .. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· [[ὥσπερ]] ..., ὦδε ..., Σοφ. Ο. Τ. 276· [[τοιοῦτος]] [[ὥσπερ]] Πλάτ. Πρωτ. 327D· - [[αὐτοῦ]] [[ὥσπερ]] εἶχον, καθὼς ἦσαν, Ἡρόδ. 2. 121, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 1235· εὐθὺς [[ὥσπερ]] εἶχεν Ξεν. Ἀν. 4. 1, 19· εὐθὺς [[ὥσπερ]] ἔτυχε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 1, 19· - [[μετὰ]] γεν., [[ὥσπερ]] ἔχει δόξης Πλάτ. Πολ. 612D· - ἐπιτεταμένον, [[ὥσπερ]] γε, ἀκριβῶς [[καθώς]], Ἀριστοφ. Νεφ. 673· - [[ὥσπερ]] καί, καθὼς καί, ὡς καὶ ἐγώ περ Ἰλ. Ζ. 477· [[ὥσπερ]] καὶ [[ἄλλο]] Θουκ. 1. 142· κλπ.· - [[ὥσπερ]] [[ὡσαύτως]] ἀκολουθεῖ [[μετὰ]] τὸ [[ἴσος]], ὡς τὸ καὶ ἐν Ὀδ. Υ. 281, μοῖραν ... ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532· οὕτω [[μετὰ]] τὸ ὁ [[αὐτός]], Πλάτ. Φαίδ. 86Α, Δημ. 119. 25· [[μετὰ]] τὰς λ. [[ὅμοιος]], ὁμοίως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311, Θουκ. 4. 34. 2) [[ὥσπερ]] ἂν [[μετὰ]] ὑποτακτ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ· [[μετὰ]] εὐκτ. [[ὥσπερ]] ἄν τις... λέγοι, [[ἔνθα]] ἠδύνατο νὰ τεθῇ ὡσπερανεὶ Πλάτ. Φαίδ. 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 14. ΙΙ. περιορίζει ἢ τροποποιεῖ ἰσχυρισμόν τινα ὡς τὸ ὡσπερεί, [[οἱονεί]], ὡς ἐάν, Λατ. tanquam, [[ὥσπερ]] ἀκονιτὶ Θουκυδ. 4. 73· τὸν ἐγκέφαλον [[ὥσπερ]] σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ἀριστοφάν. Νεφ. 1276, πρβλ. Εἰρ. 234· ἅμα μὲν ... [[ὥσπερ]] ὑπεφθόνει Ξεν. Κύρ. 4. 1, 13, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Ε, Φαίδων 88Ε, Κρατύλ. 384C· - καὶ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] μετοχῆς ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, [[ὥσπερ]] ἐγγελῶσα Σοφ. Ἠλ. 277· [[ὥσπερ]] ἐντεταμένου τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86Β· [[ὥσπερ]] ἐξόν, ὡς ἐὰν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μας, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 14· σιωπῇ ἐδείπνουν, [[ὥσπερ]] τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς (ἀντὶ [[ὥσπερ]] εἰ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς εἴη) Ξεν. Συμπ. 1, 11, πρβλ. Ἀπομν. 2. 3, 3· οὕτω κατὰ τὴν μεταβολὴν συντάξεως, [[ὥσπερ]] τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην ..., καὶ [[οὔτε]] ... οἷόν τε εἴη γενέσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· - τὴν [[ὥσπερ]] ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν, [[κάθισμα]] ὡς τὸ ἐπὶ τοῦ δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7, 5. ΙΙΙ. σπανίως ἐπὶ χρόνου. 1) [[ὥσπερ]] ἂν = ἕως ἄν, ἐφ’ ὅσον, ἢν ἐν ὅσω, (πρβλ. ὡς Β. V. 2), [[ὥσπερ]] ὰν ζῶ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1361 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον καθ’ οἱονδήποτε τρόπον). 2) εὐθὺς ὡς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 24. IV. [[μετὰ]] συγκριτικὸν (πρβλ. ὡς Β. ΙΙΙ. 2), Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 16. - Πρβλ. ὡσπερεί, [[ὥσπερ]], οὖν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv. et conj.</i><br /><b>A.</b> <i>adv.</i> comme, de même que ; <i>marque</i> :<br /><b>I.</b> <i>une comparaison</i> :<br /><b>1</b> comme, de même que : [[ζῆν]] [[ὥσπερ]] [[ἤδη]] ζῇς SOPH vivre comme tu vis déjà ; <i>avec un corrélat.</i> : τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]] IL du même âge que moi ; [[ὥσπερ]]…, [[ὧδε]] SOPH de même que…, de même ; [[ὥσπερ]] καὶ…, [[οὕτω]] [[καί]] XÉN de même que aussi…, de même aussi ; [[ὥσπερ]] ἂν εἴ [[τις]] ἀσπάζοιτο XÉN comme l’aurait embrassé qqn (qui l’aurait connu depuis longtemps), <i>litt.</i> comme qqn l’aurait embrassé, si, <i>etc.</i><br /><b>2</b> que <i>après un Cp.</i><br /><b>II.</b> <i>un état</i> :<br /><b>1</b> dans l’état où, de la façon que : [[ὥσπερ]] [[ἄν]] [[τις]] λέγοι PLAT comme on pourrait dire;<br /><b>2</b> en tant que, parce que ; avec l’inf. [[ὥσπερ]] [[εἰπεῖν]] LUC comme pour dire;<br /><b>III.</b> [[ὥσπερ]] [[ἄν]] avec le sbj. <i>pour exprimer une idée de temps</i> :<br /><b>1</b> tant que : [[ὥσπερ]] ἂν [[ζῶ]] SOPH aussi longtemps que je vivrai, <i>selon d’autres</i>, de qqe façon que je vive;<br /><b>2</b> aussitôt, aussitôt que;<br /><b>IV.</b> <i>une explication, un témoignage, une preuve</i> : comme, par exemple : [[ὅταν]] χορὸς γίγνηται, [[ὥσπερ]] ὁ [[εἰς]] Δῆλον πεμπομένος XÉN lorsqu’on forme un chœur, comme par exemple celui qu’on envoie à Délos;<br /><b>V.</b> en quelque façon, à peu près : [[ὥσπερ]] [[ἀκονιτί]] THC pour ainsi dire sans effort;<br /><b>VI.</b> comme si, avec un part. : [[ὥσπερ]] ἐγγελῶσα τοῖς ποιουμένοις SOPH comme s’applaudissant de ce qu’elle avait fait ; <i>particul. avec un part. abs.</i> [[ὥσπερ]] [[ἐξόν]] XÉN comme si cela était en notre pouvoir;<br /><b>B.</b> <i>conj.</i> afin que, pour que : φάλεγγα ἔχοντες, [[ὥσπερ]] ἰσχυρότεροι ἂν [[εἴητε]] XÉN ayant une troupe rangée, pour que vous soyez plus forts.<br />'''Étymologie:''' [[ὡς]], περ. | |||
}} | }} |