ὀτοτύζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀτοτύζω''': [[κράζω]] [[ὀτοτοῖ]], θρηνῶ μεγαλοφώνως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1011, Θεσμ. 1081, μέλλ. ὀτοτύξομαι, ὁ αὐτ. Λυσ. 520. - Παθ., θρηνοῦμαι, ὀτοτύζεται ... Αἰσχύλ. Χο. 329. Πρβλ. ἀν-, ἐποτοτύζω.
|lstext='''ὀτοτύζω''': [[κράζω]] [[ὀτοτοῖ]], θρηνῶ μεγαλοφώνως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1011, Θεσμ. 1081, μέλλ. ὀτοτύξομαι, ὁ αὐτ. Λυσ. 520. - Παθ., θρηνοῦμαι, ὀτοτύζεται ... Αἰσχύλ. Χο. 329. Πρβλ. ἀν-, ἐποτοτύζω.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὀτοτύξομαι, <i>ao. et pf. inus.</i><br />se lamenter, se plaindre, déplorer ; <i>Pass.</i> être pleuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀτοτοῖ]].
}}
}}