3,277,301
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀτοτύζω''': [[κράζω]] [[ὀτοτοῖ]], θρηνῶ μεγαλοφώνως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1011, Θεσμ. 1081, μέλλ. ὀτοτύξομαι, ὁ αὐτ. Λυσ. 520. - Παθ., θρηνοῦμαι, ὀτοτύζεται ... Αἰσχύλ. Χο. 329. Πρβλ. ἀν-, ἐποτοτύζω. | |lstext='''ὀτοτύζω''': [[κράζω]] [[ὀτοτοῖ]], θρηνῶ μεγαλοφώνως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1011, Θεσμ. 1081, μέλλ. ὀτοτύξομαι, ὁ αὐτ. Λυσ. 520. - Παθ., θρηνοῦμαι, ὀτοτύζεται ... Αἰσχύλ. Χο. 329. Πρβλ. ἀν-, ἐποτοτύζω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὀτοτύξομαι, <i>ao. et pf. inus.</i><br />se lamenter, se plaindre, déplorer ; <i>Pass.</i> être pleuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀτοτοῖ]]. | |||
}} | }} |