οἰακίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰᾱκίζω''': Ἰων. οἰηκ-, [[στρέφω]] τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ [[ἑπομένως]] ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59.
|lstext='''οἰᾱκίζω''': Ἰων. οἰηκ-, [[στρέφω]] τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ [[ἑπομένως]] ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59.
}}
{{bailly
|btext=gouverner, diriger.<br />'''Étymologie:''' [[οἴαξ]].
}}
}}