3,241,197
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφθα''': ἡ, (ἅπτω) [[εἶδος]] ἐξανθήματος ἢ ἕλκους ἐν τῷ στόματι («ἄφτραις»), κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ. ἄφθαι, Ἱππ. Ἀφ. 1248· «[[ἄφθα]] ἐστὶν [[ἕλκωσις]] [[ἐπιπόλαιος]] περὶ τὴν γλῶσσαν καὶ ὅλον τὸ [[στόμα]], [[μάλιστα]] ἐπὶ παιδίων γινομένη, [[ὅταν]] δριμύτερον ᾖ τὸ [[γάλα]]» Λέων Φιλ. Ἑρμερ. Ἀν. Ἰατρ. σ. 153. | |lstext='''ἄφθα''': ἡ, (ἅπτω) [[εἶδος]] ἐξανθήματος ἢ ἕλκους ἐν τῷ στόματι («ἄφτραις»), κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ. ἄφθαι, Ἱππ. Ἀφ. 1248· «[[ἄφθα]] ἐστὶν [[ἕλκωσις]] [[ἐπιπόλαιος]] περὶ τὴν γλῶσσαν καὶ ὅλον τὸ [[στόμα]], [[μάλιστα]] ἐπὶ παιδίων γινομένη, [[ὅταν]] δριμύτερον ᾖ τὸ [[γάλα]]» Λέων Φιλ. Ἑρμερ. Ἀν. Ἰατρ. σ. 153. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ou ἄφθη, ης (ἡ) :<br />d’ord. au pl. ἄφθαι, HPC <i>Aph</i>. 1248, aphthe, sorte d’ulcère.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]. | |||
}} | }} |