Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄφθα: Difference between revisions

From LSJ
169 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφθα''': ἡ, (ἅπτω) [[εἶδος]] ἐξανθήματος ἢ ἕλκους ἐν τῷ στόματι («ἄφτραις»), κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ. ἄφθαι, Ἱππ. Ἀφ. 1248· «[[ἄφθα]] ἐστὶν [[ἕλκωσις]] [[ἐπιπόλαιος]] περὶ τὴν γλῶσσαν καὶ ὅλον τὸ [[στόμα]], [[μάλιστα]] ἐπὶ παιδίων γινομένη, [[ὅταν]] δριμύτερον ᾖ τὸ [[γάλα]]» Λέων Φιλ. Ἑρμερ. Ἀν. Ἰατρ. σ. 153.
|lstext='''ἄφθα''': ἡ, (ἅπτω) [[εἶδος]] ἐξανθήματος ἢ ἕλκους ἐν τῷ στόματι («ἄφτραις»), κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ. ἄφθαι, Ἱππ. Ἀφ. 1248· «[[ἄφθα]] ἐστὶν [[ἕλκωσις]] [[ἐπιπόλαιος]] περὶ τὴν γλῶσσαν καὶ ὅλον τὸ [[στόμα]], [[μάλιστα]] ἐπὶ παιδίων γινομένη, [[ὅταν]] δριμύτερον ᾖ τὸ [[γάλα]]» Λέων Φιλ. Ἑρμερ. Ἀν. Ἰατρ. σ. 153.
}}
{{bailly
|btext=ou ἄφθη, ης (ἡ) :<br />d’ord. au pl. ἄφθαι, HPC <i>Aph</i>. 1248, aphthe, sorte d’ulcère.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]].
}}
}}