3,274,919
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισπάω''': μέλλ. -σπάσω, ἀποσπῶ ἀπὸ τὰ [[πέριξ]] τινός, ἀφαιρῷ [[πανταχόθεν]], ἀπογυμνῶ, ὡς τὸ [[περιαιρέω]], Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9. 12· τὸ [[χλαμύδιον]] [[ἑαυτοῦ]] περιέσπασε Διόδ. 19. 9, κτλ.· ― Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]] [[μετὰ]] βίας, περιεσπάσατο τὴν τιάραν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13. 2) [[ἐξάγω]], [[ξίφος]] περισπάσας ([[ἔνθα]] ὁ Markland χειρὶ σπάσας) Εὐρ. Ι. Τ. 296. ΙΙ. παραγγέλω περίκαμψιν, [[περικάμπτω]], ἐπὶ στρατηγοῦ ἐν μάχῃ, Πολύβ. 1. 76, 5· ἐπὶ τοῦ χαλινοῦ ἵππου, δέχῃ [[τοίνυν]] τὸν χαλινὸν μύσας καὶ τὰ πρῶτα [[εὐάγωγος]] εἶ πρὸς αὐτὸν οὐ [[πάνυ]] περισπῶντα, [[διότι]] δέν σε τραβᾷ πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ [[ἐκεῖ]] μὲ πολλὴν δύναμιν, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 21· ― Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφων τοὺς ὀφθαλμούς του, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 20. 11. ΙΙΙ. [[περιέλκω]], ἀποσπῶ τὴν προσοχήν τινος ἀλλαχοῦ, ἐπασχολῶ τινα εἴς τι, [[μεταφέρω]], εἰς [[τοὐναντίον]] [τὴν πολιτείαν] Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 8· τροφὴν εἰς τὸ [[περικάρπιον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 2· π. τοὺς Ρωμαίους Πολύβ. 9. 22, 5· τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. 1. 26, 1· π. τὴν δύναμιν [[αὐτοῦ]], νὰ ἀποσύρῃ, Πλουτ. Κικ. 45· ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους Διόδ. 20. 3· τὸν [[ἐντός]]... θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους Διον. Ἁλ. 6. 23· π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον ὁ αὐτ. 9. 43· ― Παθ., τὸ θερμὸν ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται, ἀποσύρεται καὶ ἐκτείνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συστέλλεται, Ἀριστ. Προβλ. 1. 29, 4. 2) ἀποσπῶ τινος τὴν προσοχήν, [[φέρω]], περισπασμόν, Πλούτ. 2. 160C· ― Παθ., [[ἐπασχολοῦμαι]], ἐνασχολοῦμαι, περισπᾶσθαι ταῖς διανοίαις Πολύβ. 15. 3, 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 10, 3, Διόδ. 2. 29· π. [[περί]] τι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 40. IV. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς, [[τίθημι]] τὸ [[σημεῖον]] τῆς περισπωμένης ἐπὶ τοῦ φωνήεντος λέξεως, Πλουτ. Θησ. 26, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ληγούσης, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 397Ε, κτλ.· περισπώμεναι λέξεις Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «περισπᾶν, ἐξαπατᾶν, καὶ τὸ [[μετὰ]] βίας ἀφαιρεῖσθαί τι· περισπᾷ δὲ παρὰ Σοφοκλεῖ ἀντὶ τοῦ φυλαξάμενος αὐτοῖς συμπεσοῦσιν ἐμπεσεῖν, ἔξω ἀπ’ αὐτῶν περισπᾷ, [[τουτέστι]] τοῖς ἡνιόχοις. Πολύβιος «‘ἦν δὲ τοῖς Ρωμαίοις [[πρόθεσις]] ἐς Λιβύην [[πλεῖν]] καὶ τὸν πόλεμον [[ἐκεῖ]] περισπᾶν’», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. | |lstext='''περισπάω''': μέλλ. -σπάσω, ἀποσπῶ ἀπὸ τὰ [[πέριξ]] τινός, ἀφαιρῷ [[πανταχόθεν]], ἀπογυμνῶ, ὡς τὸ [[περιαιρέω]], Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9. 12· τὸ [[χλαμύδιον]] [[ἑαυτοῦ]] περιέσπασε Διόδ. 19. 9, κτλ.· ― Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]] [[μετὰ]] βίας, περιεσπάσατο τὴν τιάραν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13. 2) [[ἐξάγω]], [[ξίφος]] περισπάσας ([[ἔνθα]] ὁ Markland χειρὶ σπάσας) Εὐρ. Ι. Τ. 296. ΙΙ. παραγγέλω περίκαμψιν, [[περικάμπτω]], ἐπὶ στρατηγοῦ ἐν μάχῃ, Πολύβ. 1. 76, 5· ἐπὶ τοῦ χαλινοῦ ἵππου, δέχῃ [[τοίνυν]] τὸν χαλινὸν μύσας καὶ τὰ πρῶτα [[εὐάγωγος]] εἶ πρὸς αὐτὸν οὐ [[πάνυ]] περισπῶντα, [[διότι]] δέν σε τραβᾷ πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ [[ἐκεῖ]] μὲ πολλὴν δύναμιν, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 21· ― Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφων τοὺς ὀφθαλμούς του, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 20. 11. ΙΙΙ. [[περιέλκω]], ἀποσπῶ τὴν προσοχήν τινος ἀλλαχοῦ, ἐπασχολῶ τινα εἴς τι, [[μεταφέρω]], εἰς [[τοὐναντίον]] [τὴν πολιτείαν] Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 8· τροφὴν εἰς τὸ [[περικάρπιον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 2· π. τοὺς Ρωμαίους Πολύβ. 9. 22, 5· τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. 1. 26, 1· π. τὴν δύναμιν [[αὐτοῦ]], νὰ ἀποσύρῃ, Πλουτ. Κικ. 45· ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους Διόδ. 20. 3· τὸν [[ἐντός]]... θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους Διον. Ἁλ. 6. 23· π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον ὁ αὐτ. 9. 43· ― Παθ., τὸ θερμὸν ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται, ἀποσύρεται καὶ ἐκτείνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συστέλλεται, Ἀριστ. Προβλ. 1. 29, 4. 2) ἀποσπῶ τινος τὴν προσοχήν, [[φέρω]], περισπασμόν, Πλούτ. 2. 160C· ― Παθ., [[ἐπασχολοῦμαι]], ἐνασχολοῦμαι, περισπᾶσθαι ταῖς διανοίαις Πολύβ. 15. 3, 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 10, 3, Διόδ. 2. 29· π. [[περί]] τι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 40. IV. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς, [[τίθημι]] τὸ [[σημεῖον]] τῆς περισπωμένης ἐπὶ τοῦ φωνήεντος λέξεως, Πλουτ. Θησ. 26, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ληγούσης, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 397Ε, κτλ.· περισπώμεναι λέξεις Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «περισπᾶν, ἐξαπατᾶν, καὶ τὸ [[μετὰ]] βίας ἀφαιρεῖσθαί τι· περισπᾷ δὲ παρὰ Σοφοκλεῖ ἀντὶ τοῦ φυλαξάμενος αὐτοῖς συμπεσοῦσιν ἐμπεσεῖν, ἔξω ἀπ’ αὐτῶν περισπᾷ, [[τουτέστι]] τοῖς ἡνιόχοις. Πολύβιος «‘ἦν δὲ τοῖς Ρωμαίοις [[πρόθεσις]] ἐς Λιβύην [[πλεῖν]] καὶ τὸν πόλεμον [[ἐκεῖ]] περισπᾶν’», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> tirer autour, <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>t. de tact.</i> faire faire une conversion à droite ou à gauche, <i>particul.</i> faire obliquer deux fois;<br /><b>2</b> ôter en tirant autour de soi : [[ξίφος]] EUR une épée;<br /><b>II.</b> tirer <i>ou</i> entraîner d’un autre côté : τινα, qqn (l’ennemi) ; <i>fig.</i> distraire l’attention, occuper par une diversion <i>ou</i> une distraction, acc.;<br /><b>III.</b> <i>t. de gramm.</i> tirer en sens contraire ; περισπᾶν συλλαβήν PLUT prononcer une syllabe avec l’accent circonflexe ; <i>Pass.</i> être marqué de l’accent circonflexe ; περισπώμενος, ή, όν, qui est frappé de l’accent périspomène ; ἡ περισπωμένη ([[προσῳδία]]) le périspomène;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισπάομαι-ῶμαι;<br /><b>1</b> ôter d’autour de : τιάραν XÉN ôter la tiare de sa tête;<br /><b>2</b> tourner autour de soi (ses regards), acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπάω]]. | |||
}} | }} |