διασπαράσσω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[σχίζω]] εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21.
|lstext='''διασπᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[σχίζω]] εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διασπαράξω, <i>etc.</i><br />mettre en pièces, déchirer ; <i>fig.</i> déchirer en paroles.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπαράσσω]].
}}
}}