δοχμός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοχμός''': -όν, = [[δόχμιος]], δοχμὼ ἀΐσσοντε, ὁρμῶντες πλαγίως, Ἰλ. Μ. 148· δοχμοὶ μῆτραι, κείμεναι πλαγίως, Ἱππ. 655. 19· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Νίκ. Θ. 479.
|lstext='''δοχμός''': -όν, = [[δόχμιος]], δοχμὼ ἀΐσσοντε, ὁρμῶντες πλαγίως, Ἰλ. Μ. 148· δοχμοὶ μῆτραι, κείμεναι πλαγίως, Ἱππ. 655. 19· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Νίκ. Θ. 479.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />qui est <i>ou</i> vient de côté, oblique.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire.
}}
}}