δοχμός

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχμός Medium diacritics: δοχμός Low diacritics: δοχμός Capitals: ΔΟΧΜΟΣ
Transliteration A: dochmós Transliteration B: dochmos Transliteration C: dochmos Beta Code: doxmo/s

English (LSJ)

δοχμόν (Delph. ά, όν, v. infr.),
A = δόχμιος 1, δοχμὼ ἀΐσσοντε rushing on slantwise, Il.12.148; δοχμοὶ μῆτραι lying obliquely, Hp.Mul. 2.141; δ. ἀπὸ προβολῆς κλινθείς Theoc.22.120; δ. ἀνακρούων θηρὸς πάτον Nic.Th.479; ἁ ὁδὸς ἁ δοχμά the cross-road, Klio 16.170 (Delph., ii B. C.).
II = δόχμιος II, συζυγία Sch.Ar.Ach.283.

Spanish (DGE)

-όν
1 oblicuo, transversal de pers. y anim. en uso pred. oblicuo, de costado c. verb. de mov. δοχμώ τ' ἀΐσσοντε de jabalíes corriendo ambos en sentido oblicuo, Il.12.148, δ. ἀπὸ προβολῆς κλινθείς Amico en el combate con Polideuces descuidando la guardia con un movimiento oblicuo Theoc.22.120, δ. ἀνακρούων θηρὸς πάτον Nic.Th.479, δ. ὑποστάς colocándose firme de lado ante la embestida de una fiera, Opp.H.2.353
neutr. como adv. δοχμὸν ἐλαύνων de la dirección de un camino, Opp.C.1.485
medic., ref. la matriz desviada Hp.Mul.2.141.
2 métr. docmiaco συζυγία Sch.Ar.Ach.284a.
• Etimología: Si se rel. c. ai. jihmá- ‘oblicuo’, hay que aceptar: a) que δοχμός < *δαχμός < *dHkh-m- por asim., y b) que en ai. *dHkh-m- > *dižhm- > *žižhm- por asim.

German (Pape)

[Seite 663] = δόχμιος; Homer einmal, Iliad. 12, 148 δοχμὼ ἀίσσοντε, von der Seite her anstürmend, s. über den Accent Scholl. Herodian. u. vgl. δόχμιος u. ἀποδοχμόω; – Hippocr. u. Sp., wie Opp. H. 2, 353; Nic. Th. 478; δοχμά, adv., 294.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
qui est ou vient de côté, oblique.
Étymologie: DELG étym. peu claire.

Russian (Dvoretsky)

δοχμός: наклонный, склонившийся: δοχμὼ ἀΐσσοντε Hom. (оба) отпрянув в сторону; δ. κλινθείς Theocr. наклонившись набок.

Greek (Liddell-Scott)

δοχμός: -όν, = δόχμιος, δοχμὼ ἀΐσσοντε, ὁρμῶντες πλαγίως, Ἰλ. Μ. 148· δοχμοὶ μῆτραι, κείμεναι πλαγίως, Ἱππ. 655. 19· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Νίκ. Θ. 479.

Greek Monolingual

δοχμός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
ο δόχμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος επικός ιωνικός τύπος που αντιστοιχεί προς τον αρχ. ινδ. jihma- «επικλινής, λοξός», παρ' όλο που υπάρχουν φωνολογικές δυσκολίες για τις οποίες έχουν διατυπωθεί δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη το ελληνικό -ο- ή αποτελεί την ασθενή βαθμίδα του αρχ. ινδ. -i- ή προήλθε με αφομοίωση από το δαχ-μός. Σύμφωνα με τη δεύτερη το -j- που υπάρχει στον αρχ. ινδ. τύπο jihma- προήλθε από -d- με αφομοίωση.
ΠΑΡ. αρχ. δοχμή και δόχμη, δόχμιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. δοχμόλοφος.

Greek Monotonic

δοχμός: -όν, πλάγιος, λοξός, Λατ. obliquus, δοχμὼ ἀΐσσοντε, ορμώντας πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: oblique (Il., Delphi IIa);
Derivatives: δόχμιος id. (Ar.), also in metr. versus dochmius (Choerob.) with δοχμιακός, δοχμικός, δοχμαικός, δοχμιάζω (sch.). - δόχμη or δοχμή breadth of a hand from oblique. Denomin. δοχμόομαι (δοχμωθείς) go obliquely, slantwise, turn on one side (Hes., h. Merc.), aor. act. a. med. δοχμῶσαι, -ώσασθαι (Nonn.). - δοχμαλόν χαμαίζηλον, ταπεινόν H. after χθαμαλός.
Origin: IE [Indo-European] [222] *dh₃ghmo- oblique
Etymology: Old word, identical with Skt. jihmá- oblique. From *dh₃ghmo-; in jihmá- the j- from d- must have been assimilated to the velar (PIIr. *žižhmá- < *dižhmá-), s. Schmidt l.c., Schwyzer 302g; s. also Mayrhofer EWAia s. jihmáḥ.

Middle Liddell

δοχμός, όν adj
Lat. obliquus, δοχμὼ ἀΐσσοντε rushing on slantwise, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

δοχμός: (ep. ion. poet. seit Il., auch Delphi IIa), δόχμιος (ep. poet. seit Il.)
{dokhmós}
Meaning: in die Quere gehend, schräg, schief; δόχμιος auch als metr. Ausdruck versus dochmius (Choerob. usw.) mit δοχμιακός, δοχμικός, δοχμαικός, δοχμιάζω (Sch. usw.).
Derivative: Denominatives Verb δοχμόομαι (δοχμωθείς) in die Quere gehen, sich auf die Seite drehen (Hes., h. Merc.), Aor. Akt. u. Med. δοχμῶσαι, -ώσασθαι (Nonn.). — δοχμαλόν· χαμαίζηλον, ταπεινόν H. nach χθαμαλός.
Etymology: Altes Reliktwort, mit aind. jihmá- schräg, schief offenbar identisch. Über die lautliche Diskrepanz sind nur Hypothesen möglich: der griech. ο-Vokal muß eine Reduktionsstufe repräsentieren oder (nach J. Schmidt KZ 32, 374) aus *δαχμός assimiliert sein; in jihmá- muß j- aus d- an den inlautenden Guttural assimiliert sein (urar. *žižhmá- aus *dižhmá-), s. Schmidt a. a. O., Schwyzer 302g; weitere Lit. bei Bq und WP. 1, 769; s. auch Mayrhofer Wb. s. jihmáḥ.
Page 1,413