προσβοάομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσβοάομαι''': Μέσ., καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, παριόντας προσεβώσατο Ἡρόδ. 6. 35.
|lstext='''προσβοάομαι''': Μέσ., καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, παριόντας προσεβώσατο Ἡρόδ. 6. 35.
}}
{{bailly
|btext=-βοῶμαι;<br /><i>ao. 3ᵉ sg. ion.</i> προσεβώσατο;<br />accueillir par des acclamations, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βοάομαι.
}}
}}