εὐκίνητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκίνητος''': -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον [[αὐτόθι]] 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ [[ἀστάθεια]], Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = [[εὐέλεγκτος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11.
|lstext='''εὐκίνητος''': -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον [[αὐτόθι]] 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ [[ἀστάθεια]], Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = [[εὐέλεγκτος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à mouvoir ; <i>fig.</i> qu’on peut facilement tourner vers, <i>ou</i> amener à : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κινέω]].
}}
}}