εὐκίνητος
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
εὐκίνητον,
A easily moved, agile, Hp.Aph.3.17, Pl.Ti.58e; εὐκινητότατον εἶδος ib. 56a; εὐκινητότερον ψυχὴ σώματος Arist.MM1199b32; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές Id.de An.405a12, al.; of persons, Id.HA491b13; mobile, of troops, Plb.1.40.7.
2 easily moved, changeable, Arist.Cat.8b35; τὸ εὐκίνητον = fickleness, impulsiveness, volatility, inconstancy, Hdn 7.7.1. Adv. εὐκινήτως = with great mobility, unpredictably D.S.20.95.
3 easily moved, inclinable, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργήν, Arist.Cat.13a27 (Comp.), Rh.1379a26; πρὸς ἀδικίαν Zaleuc. ap. Stob.4.2.19.
4 = εὐέλεγκτος, Arist.Metaph.991a16.
5 of language, flowing, graceful, Phld. Po.994.35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à mouvoir ; fig. qu'on peut facilement tourner vers, ou amener à : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, κινέω.
German (Pape)
[ῑ], sich leicht bewegend, behend, Plat. Tim. 58e ff.; τὸ ἔχον ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον ἀνάγκη πεφυκέναι ib. 56a; τὸ λουτρὸν τοὺς σκληροὺς εὐκινήτους ποιεῖ Arist. Probl. 3.16; Pol. und andere Spätere Auch auf den Geist übertragen, gewandt, leicht begreifend, Gegensatz βραδύς, Arist. H.A. 1.8; πρὸς ὀργήν, leicht zum Zorn zu reizen, rhet. 2.2; τὸ τῆς γνώμης εὐκίνητον, Veränderlichkeit, Hdn. 7.7.2; – λόγος, leicht zu widerlegen, Arist. met. 1.7.
Russian (Dvoretsky)
εὐκίνητος: (ῑ)
1 подвижной (πῦρ Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, sc. ἐστιν Arst.);
2 изменчивый, легко склоняющийся (ἐπ᾽ ἀμφότερα Arst.): εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. склонный к гневу, вспыльчивый;
3 неустойчивый, шаткий (λόγος λίαν εὐ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκίνητος: -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον αὐτόθι 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ ἀστάθεια, Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = εὐέλεγκτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11.
Greek Monotonic
εὐκίνητος: -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, εἴς τι, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-κίνητος, ον [κῑνέω]
easily moved, εἴς τι Anth.