κατάζευξις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάζευξις''': -εως, ἡ, [[σύζευξις]], ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ [[ἀνάζευξις]], [[στρατοπέδευσις]], ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.
|lstext='''κατάζευξις''': -εως, ἡ, [[σύζευξις]], ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ [[ἀνάζευξις]], [[στρατοπέδευσις]], ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’atteler, d’accoupler;<br /><b>2</b> halte, campement.<br />'''Étymologie:''' [[καταζεύγνυμι]].
}}
}}