κατάζευξις
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A yoking, τοῦ ζυγοῦ Hippiatr.103; βοῶν Porph. Abst.3.18: metaph., of marriage, Plu.2.750c.
II opp. ἀνάζευξις, encamping, Id.Sull.28, etc.
German (Pape)
[Seite 1348] ἡ, die Verbindung, Plut. amat. 4; – das Ausruhen, Lageraufschlagen, Gegensatz von ἀνάζευξις, Plut. Sull. 28 Anton. 47.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d'atteler, d'accoupler;
2 halte, campement.
Étymologie: καταζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάζευξις -εως, ἡ [καταζεύγνυμι] het opslaan van het kamp:. πρόσταγμα καταζεύξεως opdracht om het kamp op te slaan Plut. Sull. 28.11.
Russian (Dvoretsky)
κατάζευξις: εως ἡ
1 сочетание, соединение (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plut.);
2 устройство лагеря: πρόσταγμα καταζεύξεως δοῦναι Plut. приказать расположиться лагерем.
Greek Monolingual
κατάζευξις, ἡ (AM) καταζεύγνυμι
1. σύζευξη ανδρογύνου
2. στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη· αντίθ. προς το ἀνάζευξις, στρατοπέδευση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξις, ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ ἀνάζευξις, στρατοπέδευσις, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.
Middle Liddell
κατάζευξις, εως [from καταζεύγνῡμι]
a yoking together:—opp. to ἀνάζευξις, encamping, Plut.